Το άσπρο πουκάμισο (διήγημα)
Εκείνο το φθινοπωρινό ταξίδι δεν ήταν ίδιο με τα συνηθισμένα. Είχε ένα άρωμα αλλιώτικο. Με το που πάτησα το πόδι μου στον καταπέλτη του πλοίου με συντρόφευε μια αίσθηση σαν ανάμνηση.
Σαν μια παρέλευση του χρόνου, ένα γύρισμα σελίδας.
Μ’ ένα σακίδιο και την καλύτερη διάθεση που θα μπορούσα να έχω, αποφάσισα να ταξιδέψω με καράβι αρχές Νοέμβρη.
Να γυρίσω τα νησιά.
Να ζωγραφίσω τη χιλιοπατημένη από την καλοκαιρινή ορμή άμμο και τ’ αποκαμωμένα ακροθαλάσσια.
Στο μυαλό και στη σκέψη μου.
Να τα περάσω στις μπογιές και τα πινέλα.
Ήθελα να ξεγυμνωθώ από το άσπρο πουκάμισό μου και να πετάξω στο γαλάζιο και στο πορτοκαλί από το πέλαγο και το δειλινό.
Να πωρώσω το δέρμα, να εκπληρώσω τη θέληση της θάλασσας, να της χαρίσω, να της βαφτίσω όλη μου τη ζωή.
Να αδειάσω.
Οι λαστιχένιες σόλες από τα παπούτσια ακούστηκαν να τρίζουν στο μέταλλο του γυμνού καταστρώματος. Το πλοίο βούιζε από το θόρυβο των μηχανών κι ένα σύννεφο, γάλα λευκό, ολοένα πλημμύριζε την ατμόσφαιρα. Φάνταζε έρημη κι η ρότα που μας τράβαγε.
Σαν φευγιό χωρίς πλοηγό.
Κάπου πέρα.
Η ομίχλη δεν έλεγε να κοπάσει. Κι εγώ κομπάρσος σε αδιάφορο ρόλο περιδιάβαινα από την πλώρη στην πρύμνη. Στα τυφλά. Με οδηγό μόνο μια αχνή άσπρη γραμμή από την κουπαστή, μετρούσα βήματα, σπιθαμές και μέτρα. Υπολόγιζα αποστάσεις, σα στραβός καπετάνιος που μάθαινε τις γωνιές από το καράβι του. Κάθε φορά που έφτανα στο ύψος του μηχανοστασίου, σαν αλάνθαστο ρολόι ένα διαπεραστικό κύμα υγρού ατμού σούβλιζε τη σάρκα και μου υπενθύμιζε ότι το φεγγάρι έχει κι άλλη πλευρά.
Φωτεινή.
Κάποια στιγμή η γραμμή της κουπαστής διακόπηκε απότομα. Μια σιλουέτα σχηματίστηκε μπροστά μου. Με το ένα πόδι σκαρφαλωμένο στα κάγκελα. Και τη ματιά της να την παίρνει το «μέσα» στα κύματα. Ανάμεσα στο λευκό της καταχνιάς διέκρινα τα μακριά μαύρα μαλλιά της. Μαζί με την αρμύρα λικνίζονταν στη διάθεση του Αίολου. Τα βήματά μου έτριξαν δίπλα της. Έμοιαζε να σφίγγει τα χέρια στο σώμα και οι χούφτες, σαν πουλί στο κλαδί, γαντζωμένες στο ξύλο της κουπαστής.
Σα να ‘ψαχνε κάτι να τη σηκώσει.
Να ξεφύγει από τα όρια.
Και του πλοίου.
Να γίνει ένα με το νερό.
Με τον αέρα.
Δεν ξέρω.
Πλησίασα και η ανάσα μου πέρασε στις αισθήσεις της.
Σα να με γνώριζε.
Δεν αντιστάθηκε.
Σα να με περίμενε.
Το πόδι κατέβηκε από τα κάγκελα και οι παλάμες δεν βασάνιζαν το ξύλο.
Άρχισε να γέρνει το σώμα της αργά προς τα πίσω και στο τέλος τ’ απίθωσε πάνω μου.
Έπιασα τα κοκκινισμένα από το κρύο δάχτυλα και τα έτριψα με τα δικά μου.
Πήρα από την μπροστά τσέπη του σάκου το κουτί με τ’ άφιλτρα. Άναψα ένα.
Της έδωσα τη δεύτερη ρουφηξιά. Ένα ρίγος τη διαπέρασε.
Έβγαλα το άσπρο μου πουκάμισο και το ‘ριξα στους ώμους της.
Ησυχία.
Ένα χνώτισμα ξεπήδησε από μέσα της και τ’ άφησε να ταξιδέψει.
Περπατήσαμε κατά μήκος της ίδιας άσπρης γραμμής.
Χωρίς να έχουμε κοιταχτεί στα μάτια.
Χωρίς εικόνες και χρώματα.
Χωρίς να έχουμε μιλήσει.
Μόνο μια ζέση υπήρχε.
Μια έλξη.
Αόρατη μέσα στον ξεχαρβαλωμένο καιρό που κατέβασε τα σύννεφα επιδεικτικά λες κι ήθελε να μας συνοδεύουν. Να αγκαλιάζουν. Σαν ένα άσπρο σεντόνι στα μάτια. Πηλός από νερό και χώμα στο στήθος και πιο μέσα ακόμα.
Σταθήκαμε στην πλώρη. Κει που το καράβι έσκιζε τη θάλασσα. Τ’ αφρισμένα κύματα πετάγονταν σαν λόγχες δεξιά κι αριστερά.
Και τα μαλλιά της,
ορθή γωνιά,
ανέμιζαν,
σημαία τώρα,
τα σώματα κατάρτι.
Κάποιες σταγόνες μοίραναν το πουκάμισο και αναδεύτηκαν με το ελαφρύ της άρωμα.
Έβρεξα τα χείλη της μ’ ένα φιλί κι είδα το πρόσωπό της για πρώτη φορά.
Τότε μια ηλιαχτίδα πρόβαλλε κι άνοιξε παράθυρο στο μουντό απόγευμα.
Το πούσι διάφανε την άσπρη του φορεσιά.
Απομακρυνόταν διακριτικά παίρνοντας μαζί του μνήμες, όνειρα κι επιδιώξεις.
Το παρελθόν. Το μέλλον.
Κι άφησε τη στιγμή να ζωγραφίσει.
Κάτι έλαμψε όταν σήκωσε ψηλά τα αλαβάστρινα χέρια και σαν από τριαντάφυλλα τα γέμισε στους ώμους μου.
Το πουκάμισο πετάρισε, ξανοίχτηκε στον άνεμο.
Στην αρχή έμοιαζε γλάρος.
Ύστερα χελιδόνι.
Στον ορίζοντα φωσφόρισε η ακτογραμμή του νησιού.
Σούρουπο.
Τα πρώτα φώτα ανάβουν.
Βασίλης Πουλημενάκος