RSS

Category Archives: Ταξίδια

Το άσπρο πουκάμισο


Το άσπρο πουκάμισο (διήγημα)

Εκείνο το φθινοπωρινό ταξίδι δεν ήταν ίδιο με τα συνηθισμένα. Είχε ένα άρωμα αλλιώτικο. Με το που πάτησα το πόδι μου στον καταπέλτη του πλοίου με συντρόφευε μια αίσθηση σαν ανάμνηση.

Σαν μια παρέλευση του χρόνου, ένα γύρισμα σελίδας.

Μ’ ένα σακίδιο και την καλύτερη διάθεση που θα μπορούσα να έχω, αποφάσισα να ταξιδέψω με καράβι αρχές Νοέμβρη.

Να γυρίσω τα νησιά.

Να ζωγραφίσω τη χιλιοπατημένη από την καλοκαιρινή ορμή άμμο και τ’ αποκαμωμένα ακροθαλάσσια.

Στο μυαλό και στη σκέψη μου.

Να τα περάσω στις μπογιές και τα πινέλα.

Ήθελα να ξεγυμνωθώ από το άσπρο πουκάμισό μου και να πετάξω στο γαλάζιο και στο πορτοκαλί από το πέλαγο και το δειλινό.

Να πωρώσω το δέρμα, να εκπληρώσω τη θέληση της θάλασσας, να της χαρίσω, να της βαφτίσω όλη μου τη ζωή.

Να αδειάσω.

Οι λαστιχένιες σόλες από τα παπούτσια ακούστηκαν να τρίζουν στο μέταλλο του γυμνού καταστρώματος. Το πλοίο βούιζε από το θόρυβο των μηχανών κι ένα σύννεφο, γάλα λευκό, ολοένα πλημμύριζε την ατμόσφαιρα. Φάνταζε έρημη κι η ρότα που μας τράβαγε.

Σαν φευγιό χωρίς πλοηγό.

Κάπου πέρα.

Η ομίχλη δεν έλεγε να κοπάσει. Κι εγώ κομπάρσος σε αδιάφορο ρόλο περιδιάβαινα από την πλώρη στην πρύμνη. Στα τυφλά. Με οδηγό μόνο μια αχνή άσπρη γραμμή από την κουπαστή, μετρούσα βήματα, σπιθαμές και μέτρα. Υπολόγιζα αποστάσεις, σα στραβός καπετάνιος που μάθαινε τις γωνιές από το καράβι του. Κάθε φορά που έφτανα στο ύψος του μηχανοστασίου, σαν αλάνθαστο ρολόι ένα διαπεραστικό κύμα υγρού ατμού σούβλιζε τη σάρκα και μου υπενθύμιζε ότι το φεγγάρι έχει κι άλλη πλευρά.

Φωτεινή.

Κάποια στιγμή η γραμμή της κουπαστής διακόπηκε απότομα. Μια σιλουέτα σχηματίστηκε μπροστά μου. Με το ένα πόδι σκαρφαλωμένο στα κάγκελα. Και τη ματιά της να την παίρνει το «μέσα» στα κύματα. Ανάμεσα στο λευκό της καταχνιάς διέκρινα τα μακριά μαύρα μαλλιά της. Μαζί με την αρμύρα λικνίζονταν στη διάθεση του Αίολου. Τα βήματά μου έτριξαν δίπλα της. Έμοιαζε να σφίγγει τα χέρια στο σώμα και οι χούφτες, σαν πουλί στο κλαδί, γαντζωμένες στο ξύλο της κουπαστής.

Σα να ‘ψαχνε κάτι να τη σηκώσει.

Να ξεφύγει από τα όρια.

Και του πλοίου.

Να γίνει ένα με το νερό.

Με τον αέρα.

Δεν ξέρω.

Πλησίασα και η ανάσα μου πέρασε στις αισθήσεις της.

Σα να με γνώριζε.

Δεν αντιστάθηκε.

Σα να με περίμενε.

Το πόδι κατέβηκε από τα κάγκελα και οι παλάμες δεν βασάνιζαν το ξύλο.

Άρχισε να γέρνει το σώμα της αργά προς τα πίσω και στο τέλος τ’ απίθωσε πάνω μου.

Έπιασα τα κοκκινισμένα από το κρύο δάχτυλα και τα έτριψα με τα δικά μου.

Πήρα από την μπροστά τσέπη του σάκου το κουτί με τ’ άφιλτρα. Άναψα ένα.

Της έδωσα τη δεύτερη ρουφηξιά. Ένα ρίγος τη διαπέρασε.

Έβγαλα το άσπρο μου πουκάμισο και το ‘ριξα στους ώμους της.

Ησυχία.

Ένα χνώτισμα ξεπήδησε από μέσα της και τ’ άφησε να ταξιδέψει.

Περπατήσαμε κατά μήκος της ίδιας άσπρης γραμμής.

Χωρίς να έχουμε κοιταχτεί στα μάτια.

Χωρίς εικόνες και χρώματα.

Χωρίς να έχουμε μιλήσει.

Μόνο μια ζέση υπήρχε.

Μια έλξη.

Αόρατη μέσα στον ξεχαρβαλωμένο καιρό που κατέβασε τα σύννεφα επιδεικτικά λες κι ήθελε να μας συνοδεύουν. Να αγκαλιάζουν. Σαν ένα άσπρο σεντόνι στα μάτια. Πηλός από νερό και χώμα στο στήθος και πιο μέσα ακόμα.

Σταθήκαμε στην πλώρη. Κει που το καράβι έσκιζε τη θάλασσα. Τ’ αφρισμένα κύματα πετάγονταν σαν λόγχες δεξιά κι αριστερά.

Και τα μαλλιά της,

ορθή γωνιά,

ανέμιζαν,

σημαία τώρα,

τα σώματα κατάρτι.

Κάποιες σταγόνες μοίραναν το πουκάμισο και αναδεύτηκαν με το ελαφρύ της άρωμα.

Έβρεξα τα χείλη της μ’ ένα φιλί κι είδα το πρόσωπό της για πρώτη φορά.

Τότε μια ηλιαχτίδα πρόβαλλε κι άνοιξε παράθυρο στο μουντό απόγευμα.

Το πούσι διάφανε την άσπρη του φορεσιά.

Απομακρυνόταν διακριτικά παίρνοντας μαζί του μνήμες, όνειρα κι επιδιώξεις.

Το παρελθόν. Το μέλλον.

Κι άφησε τη στιγμή να ζωγραφίσει.

Κάτι έλαμψε όταν σήκωσε ψηλά τα αλαβάστρινα χέρια και σαν από τριαντάφυλλα τα γέμισε στους ώμους μου.

Το πουκάμισο πετάρισε, ξανοίχτηκε στον άνεμο.

Στην αρχή έμοιαζε γλάρος.

Ύστερα χελιδόνι.

Στον ορίζοντα φωσφόρισε η ακτογραμμή του νησιού.

Σούρουπο.

Τα πρώτα φώτα ανάβουν.

Βασίλης Πουλημενάκος

 
Σχολιάστε

Posted by στο 17 Μαΐου 2022 σε Best of, Άνθρωποι, Πεζά, Ταξίδια

 

Δαντέλα από τον Λίγηρα


Δαντέλα από τον Λίγηρα

Δαντέλα από τον Λίγηρα

‘Ενα ταξίδι σε λέξεις από τη Δύση στην Ανατολή στα χρόνια της Αναγέννησης..

«…Στην αγάπη τίποτα δεν απαιτείται. Και τίποτα δεν χαρίζεται. Πολλές φορές το τίμημα της αγάπης είναι βαρύ σαν αλγέρικο σπαθί κι ακριβό όσο μια δαντέλα από το Λίγηρα…»

Τίτλος:Δαντέλα από τον Λίγηρα (νουβέλα σε e-book 48 σελίδων)

Συγγραφέας: Βασίλης Πουλημενάκος
Εκδόσεις Σαΐτα
Συντελεστές:
Έργα εξώφυλλου-οπισθόφυλλου: Κωνσταντίνος Παπαεμμανουήλ
Επιμέλεια, Διορθώσεις, Σύνθεση εξωφύλλου, Σελιδοποίηση: Ηρακλής Λαμπαδαρίου
Κατεβάστε το δωρεάν από τη διεύθυνση: http://www.saitapublications.gr/2013/11/ebook.61.html
Και σαν application Android για smartphone μπορεί να διαβάσετε το βιβλίο εδώ μια εφαρμογή που ανέπτυξε ο Αντώνης Πανώρης. Το συγκεκριμένο βιβλίο, όπως και όλα τα βιβλία των Εκδόσεων Σαΐτα, ταξιδεύει ελεύθερα στο Διαδίκτυο με άδεια Creative Commons

Δαντέλα από τον Λίγηρα- Οπισθόφυλλο

Δαντέλα από τον Λίγηρα- Οπισθόφυλλο

Τα έργα στα εξώφυλλα με τους θαλάσσιους γίγαντες και τη ναυμαχία είναι του Κωνσταντίνου Παπαεμμανουήλ που ευχαριστώ θερμά για τη συνύπαρξη, όπως και τον Ηρακλή Λαμπαδαρίου και τις Εκδόσεις Σαΐτα για την σαϊτοπτήση που βρήκε για άλλη μια φορά τα φώτα του διαδρόμου.

Από την ανάρτηση του Ηρ. Λαμπαδαρίου για το βιβλίο: «Κεντρικό θέμα της νουβέλας «Δαντέλα από τον Λίγηρα» του Βασίλη Πουλημενάκου, η αγάπη. Βρίσκεται πλαισιωμένη από ένα μεθυστικό άρωμα της ανατολής και τη νοσταλγία της δύσης, προσκαλώντας σας σ’ ένα ταξίδι αισθήσεων και λέξεων. Καλή ανάγνωση!»

Στο εξώφυλλο εικονίζεται το έργο του Κωνσταντίνου Παπαεμμανουήλ: Οι θαλάσσιοι γίγαντες του 18ου αιώνα, 2012 Ακρυλικό σε πήλινο πιάτο, με διάμετρο 32 εκ.

Και στο οπισθόφυλλο το έργο του:
Ναυμαχία ανάμεσα σε αγγλικό και ολλανδικό πλοίο, 2012 Ακρυλικό σε μουσαμά με κολάζ (ξύλο, χαρτί, αλουμινόχαρτο, χαρτόνι, σπάγκος), 240 x 190 εκ. (και βάθος 70 εκ.)

 
Σχολιάστε

Posted by στο 22 Νοεμβρίου 2013 σε Best of, Βιβλία, Πεζά, Ταξίδια

 

Colmar


Το Colmar είναι μια μικρή πόλη στην Aλσατία της βορειοανατολικής Γαλλίας, στην περιοχή του Άνω Ρήνου, με πληθυσμό περίπου 65.000 κατοίκους. Είναι γνωστή για την καλά διατηρημένη παλιά πόλη της, για τα πολυάριθμα αρχιτεκτονικά μνημεία και μουσεία, μεταξύ των οποίων το Unterlinden Μουσείο. Θεωρείται η Πρωτεύουσα του Αλσατικού κρασιού.
Αρκετοί υποστηρίζουν ότι το Colmar είναι η πιο όμορφη πόλη στην Ευρώπη. Και βλέποντας κανείς τις εικόνες, είναι δύσκολο να διαφωνήσει.

Music: L’ amour est bleu (André Popp-Pierre Cour-1967) Instrumental version Le Grand orchestre de Paul Mauriat.

(Το  βίντεο αν δεν παίζει εδώ, με διπλό κλικ στο youtube)

 
10 Σχόλια

Posted by στο 18 Φεβρουαρίου 2011 σε Βίντεο, Καλλιτεχνικά, Ταξίδια

 

H νεράιδα της θάλασσας


n1641247968_28028_6632

Δειλινό στα Κύθηρα. Ακουμπισμένος σ΄ ένα βράχο προσπαθώ να αποτυπώσω σε καμβά τα χρώματα και την κίνηση του ήλιου. Το φως λιγόστευε και θολή η ματιά πλανήθηκε στον ορίζοντα της θάλασσας και στο τελευταίο καθρέφτισμα. Τα πινέλα μου στέγνωσαν όσο έμενα να κοιτάζω το πέλαγος.

Όλα γύρω μου κουβέντιαζαν για ένα μικρό κορίτσι που τα δάκρυά του γίνονταν ποτάμι που άδειαζε. Έμεινα αργά για να το αποτυπώσω. Να το περάσω σαν κίνηση. Δεν μπορούσα όμως να δώσω μορφή στο όνειρο. Με συνεπήρε η αύρα κι η αρμύρα, όσο η νύχτα δούλευε στο αδράχτι της. Κι ο χρόνος σταμάτησε.

Το κλάμα της βούιζε στ’ αυτιά μου και με οδηγούσε. Άνθρωποι στοιβαγμένοι γύρω μου με κοιτούσαν επίμονα. Με απομάκρυναν. Κοίταξα τη θάλασσα. Μετά την αμμουδιά. Μια κοπέλα ήταν ξαπλωμένη, με γυρισμένη τη πλάτη και τα χέρια στο πρόσωπο. Γύρισε κι έγειρε πάνω μου. Δεν είδα δάκρυα.  Δεν άκουσα κάτι. Ένιωθα μόνο από εκείνη τη στιγμή ένα φτερούγισμα.

Πάμε να φύγουμε. Κράτα το χέρι μου σφιχτά. Θα πετάξουμε πάνω από το νου μας. Πάμε στη χώρα των θαυμάτων και των παραμυθιών. Στη χώρα των παιδικών σου χρόνων. Να βρω ό,τι ζήτησε η ψυχή σου, να το μαζέψω μπουκέτο να στο προσφέρω.

Πάμε στη χώρα της χαράς.  Να βάλουμε τις πιο αστείες στολές και να γελάμε με τους εαυτούς μας. Μη σταματάς να με κρατάς. Πάμε πίσω σ’ εκείνο το δειλινό στα Κύθηρα. Εκεί που σταμάτησε ο χρόνος. Φτάσε το φεγγάρι. Με τη ματιά σου μόνο  έγινε πιο ασημένιο από ποτέ. Κοίτα τη θάλασσα. Χάιδεψέ την. Γέλα ψυχή μου. Δώσε τον εαυτό σου. Απελευθερώσου μέσα σου. Ο πίνακας μας περιμένει. Εσένα περιμένει για να τελειώσει.

Άγγιξε τον ήλιο. Βγάλε από την παλέτα της καρδιάς σου τα πιο ζωηρά χρώματα και πλάνεψε τον κόσμο. Δώστου ζωή. Ο ήλιος πρέπει να δύσει.

Κοίτα! Ο χρόνος και πάλι ξεκίνησε. Δες τι έφτιαξες. Με τις καλύτερες  μπογιές, με τη σκέψη σου, την ομορφιά, το μεγαλείο της ψυχής σου. Χάρισες αγάπη, ζωντάνεψες τον έρωτα, το χαμόγελο. Στο χέρι σου ήταν. Μέσα σου ήταν. Το βρήκες και το έδωσες.

Σ’ ένα φόντο θαμπό λευκό σαν αραχνοΰφαντο η νεράιδα της θάλασσας πέρασε από μπροστά μου κι έμοιαζε να μην πατά στην άμμο. Προχώρησε και με  ανάλαφρα βήματα βρέθηκε στο νερό την ώρα που άρχισαν να χαράζονται τα πρώτα χρώματα του φεγγαριού. Βρέθηκε στο νερό, έγινε φως και χάθηκε…

 
30 Σχόλια

Posted by στο 11 Νοεμβρίου 2008 σε Παραμύθια, Πεζά, Ταξίδια

 

Θάλασσες


«Ενα ποτήρι θάνατο θα πιω απόψε να μεθύσω…»
Ένας απο τους μεγαλύτερους Έλληνες Κύπριους μουσουργούς δεν είναι από σήμερα κοντά μας. Χτυπημένος από την επάρατη αρρώστεια ο Μάριος Τόκας γεννημένος στη Λεμεσό της Κύπρου πριν 54 χρόνια, έφυγε για το τελευταίο του ταξίδι σε «θάλασσες» και «ουρανούς».
Προώθησε την φιλία μεταξύ ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων και το τραγούδι του «Η δική μου η πατρίδα» αποτελεί ύμνο για την ένωση της πατρίδας και του νησιού του. Η μουσική του ήταν από τις σημαντικότερες της γενιάς του και οι στίχοι με τους οποίους την έντυνε σπάνιοι και μοναδικοί. Έμειναν ιστορικά τα τραγούδια που έγραψε ειδικά για τον Δημ. Μητροπάνο τα «Λαδάδικα», για τον Γιάννη Πάριο, Μανώλη Μητσιά, Στέλιο Διονυσίου, Δημητρα Γαλάνη όπως και γι άλλους. Θα αφήσει ανεκπλήρωτο κενό. Καλό σου ταξίδι Μάριε…
Χρόνια Πολλά και Χριστός Ανέστη σε όλους τους φίλους και τις φίλες μου
Θάλασσες (Μάριος Τόκας- Σαράντης Αλιβιζάτος)
Θάλασσες, μέσα στα μάτια σου θάλασσες
και με ταξίδευες, σαν το καράβι κι έλεγες:
Θα σ’ αγαπώ με τα καλοκαίρια
με τρικυμίες και με βροχές
με μαξιλάρι τα δυο μου χέρια
θα ονειρεύεσαι ό,τι θες
Ένα ποτήρι θάνατο θα πιω, απόψε να μεθύσω
Τα καλοκαίρια πες μου πώς μπορώ
μονάχος μου να ζήσω
Ένα ποτήρι θάνατο θα πιω απόψε να μεθύσω
σε μονοπάτι αδιάβατο θα βγω,
θα βγω να σε ζητήσω
Θάλασσες, μέσα στα μάτια σου θάλασσες
και με ταξίδευες, σαν το καράβι κι έλεγες:
Θα σ’ αγαπώ, μη μου συννεφιάζεις
σαν αμαρτία και σαν γιορτή
Μάθε στα μάτια μου να διαβάζεις
όσα με λόγια δε σου ‘χω πει

 

 
47 Σχόλια

Posted by στο 27 Απριλίου 2008 σε Άνθρωποι, Καλλιτεχνικά, Ταξίδια

 

Face à la mer


sea-lovers.jpg

Αντικρύζοντας τη θάλασσα

θα έπρεπε να έχω μεγαλώσει

αντίκρυ στο χώμα

θα μπορούσα να έχω πεθάνει

Ανασηκώνομαι..

κάνω το τελευταίο μου όνειρο…

ΥΓ. Calogero / Passi – Face à la mer (Αντικρύζοντας τη θάλασσα)

Face à la mer

j’aurais dû grandir

Face contre terre

j’aurais pu mourir

Je me relève

Je prends mon dernier rêve.

(Faced with the sea

I should have grown

Face against ground

I would have been able to die

I get up again

I take my last dream. )

 
65 Σχόλια

Posted by στο 12 Ιανουαρίου 2008 σε Βίντεο, Καλλιτεχνικά, Ταξίδια

 

Πρέπει να προσφέρω


1765089741_e09aad957c.jpg

Πρέπει να προσφέρω. Υπάρχουν φορές που αναρωτιέμαι τι έχω δώσει σε αυτόν τον κόσμο. Μεγαλώνω. Όμως με πιάνει απελπισία όταν ανακαλύπτω πόσο μικρός είμαι. Πώς δεν είμαι τίποτα περισσότερο από ένα ανθρωπάκι. Σαν αυτά που περιγράφει ο Κώστας Χατζής όταν «πετάει από ψηλά». Από την άλλη, μοιάζει να με δεσμεύει ένα συναίσθημα επικοινωνιακής ανάγκης. Σαν να θέλω αυτή μου την μικρότητα να την μεγεθύνω, συνομιλώντας.

Θέλω να μπω σ’ ένα τρένο. Χωρίς να δώσω αναφορά. Αναίτια. Να απλώσω την πραμάτεια μου σε μια γωνιά -εικόνες πουλάω- και μέσα στις άδειες νύχτες της διαδρομής να ζωντανέψω μικρά ανομολόγητα όνειρα. Μοιάζουμε. Θέλω να ζωγραφίζω συνέχεια, να βγάζω εικόνες, να πουλάω το είναι μου, στο νου σου και στο νου του καθένα.

Δεν θέλω να ξημερώνει, γιατί η μέρα θαμπώνει. Ο ήλιος με πειράζει γιατί με φανερώνει. Αδειάζει το μεγαλείο του κόλακα και του νάρκισσου και με φέρνει εκεί που πραγματικά αξίζω. Λειτουργεί σαν θεία δίκη. Είναι όμως η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος. Τα μαζεύω λοιπόν και γυρίζω στην καθημερινότητά μου. Μέχρι να βρω την ευκαιρία να χωθώ στο επόμενο τρένο.

Δεν μπορώ να δω τηλεόραση χωρίς να εκνευριστώ. Με κουράζει. Με φθείρει. Με αγανακτεί η αυθεντία, με εξοργίζει το δήθεν. Προτιμώ να κοιμάμαι. Ή να ταξιδεύω. Σε κάποια γωνιά του πλανήτη, σε κάποια ταράτσα της ψυχής σου, σε ένα σχόλιο κάποιου όμορφου κειμένου, θα με βρεις να «απλώνω» αυτό που έχω. Ένα σεντόνι με λουλούδια ή μια θάλασσα από ευχές. Μην με ξυπνάς από το όνειρο. Δώσε μου λόγο ύπαρξης. Αγόρασε εικόνες. Είμαι καλύτερος, ανώτερος. Νύχτα στάσου.

Τα φώτα έσβησαν. Το τρένο σταμάτησε να κάνει αυτόν τον ήχο στη σιδηροτροχιά που σε ανατριχιάζει. Ένας καπνός από άζωτο πλημμυρίζει τον διάδρομο. Στο φως του φεγγαριού μοιάζει με τσιγάρο ξεχασμένο. Μία γυναίκα έχει κρεμαστεί από το παράθυρο. Παρά τη νύχτα κάνει ανυπόφορη ζέστη. Κλείνει τα μάτια της και απολαμβάνει τον υγρό αέρα.

Θέλω να φωνάξω για να διαλύσω τη σιωπή. Θέλω να με ακούσει. Τα σπαστά της μαλλιά ανέμιζαν. Φοβήθηκα μη φύγει. Την άγγιξα στο ώμο, τόσο ώστε να μην τρομάξει. Πριν γυρίσει ακόμα, μου χαμογέλασε.

Είναι το ίδιο αστείο μουτράκι που βρίσκω σε πολλά ταξίδια μου. Τώρα τελευταία δεν την έβλεπα. Για λίγο πίστεψα ότι χάθηκε τελείως. Είναι σαν τον μικρομεσαίο ήρωα καρτούν που δεν ξέρεις αν θα παίξει στην ταινία.

Βγήκαμε αγκαλιά στο παράθυρο. Βλέπαμε μαζί τον κόσμο και τον χρόνο να φεύγει στο γκρίζο φόντο της σελήνης. Της έδειχνα μονοπάτια και κορφές και κείνη μου ζέσταινε την ψυχή. Η ανάσα των πεύκων έστελνε τραγούδια με αρώματα. Αν της μίλησα; Θα σε γελάσω. Σε κάποιο τούνελ μόνο την φίλησα. Και μετά σε άλλο. Σε όλα.

Ξημέρωνε. Κι ο ήλιος με τις σκιές του έπαιζε περίεργα παιχνίδια στο πρόσωπό της. Την άλλαζε. Ναι. Τότε μου μίλησε. Με το βλέμμα. Κι έφυγε. Με τον αέρα.

Δεν γράφω ποτέ νύχτα. Ούτε σε σύννεφα καπνού από τσιγάρα. Ούτε στη ζάλη του αλκοόλ. Σε νηφάλιες ώρες, σε διαβεβαιώ, πονάει περισσότερο κι ότι πονάει είναι αληθινό. Άσε με τώρα. Έχω και δουλειά που πρέπει να δικαιολογήσω και πρέπει να προσφέρω.

«‘Ενα παράθυρο του τρένου με ΄χει πάρει
και αλητεύω στις τροχιές
του αποσπερίτη
στο χέρι τ’ άφιλτρο τσιγάρο μου φεγγάρι
λαθρεπιβάτη εισιτήριο,
στη λήθη»

(Photo «train window» by don.mihai on flickr)

 
51 Σχόλια

Posted by στο 13 Νοεμβρίου 2007 σε Best of, Πεζά, Ταξίδια

 

Απεραντοσύνη


graphic1.jpg

Η ζωή είναι…

Μια στιγμή…

Ένα φιλί…

Ένα σκίρτημα…

Ένα χάδι…

Ένα νάζι…

Ένα χαμόγελο…

Αέναο ταξίδι στην απεραντοσύνη…

Ένα τραγούδι χαρισμένο…

Celine Dion – Immensite (Απεραντοσύνη)

 
37 Σχόλια

Posted by στο 7 Σεπτεμβρίου 2007 σε Στίχοι, Ταξίδια

 

Hotel «Sweet home»


1145203591_githio.jpgmavrovouni_beach.jpg

Να λοιπόν που επιστρέψαμε. Γύθειο τέλος, διακοπές τέλος, αλλά καλό χειμώνα δε λέμε ακόμα. Γεμίσαμε φουλ τις σαραντάρες μπαταρίες μας επί δύο εβδομάδες, φορτώσαμε καλοκαιρινά ανέμελα νιάτα (από τα 18χρονα στα μπαράκια) και μελαμψή ομορφιά (κάνει και καλό στις αρθρώσεις -αυχενικά, ειδικά το χειμώνα), καθαρίσαμε το μυαλό και welcome back to the hotel «Sweet home» για να θυμηθώ και το φίλο μου μπλόγκερ σπιτόγατο και να ΄ναι καλά εκεί που βρίσκεται.

Λοιπόν δεν κάνω πλάκα, φέτος πέρασα πολύ καλά. Και το μόνο μου λάθος ήταν που δεν πήρα τον φορτιστή της μηχανής, αλλά έκανα τη σχετική συντήρηση και έβγαλα πολλές φωτό. Και όταν λέω ότι πέρασα καλά, μην πάει ο νους σας αλλού, αλλά γύριζα, έκανα μικρά ταξιδάκια μέσα στο ταξίδι, σε μέρη που πήγαινα παλιά.

Πήγα Σπήλαια Δυρού όπου ήταν φανταστικά σαν να ταξιδεύεις σε παραμύθι (150 μέτρα κάτω από τη γη, σε μόνιμη θερμοκρασία χειμώνα καλοκαίρι 15 ο C). Διάβασα στους σταλακτίτες και στους σταλαγμίτες τα χρόνια τους και διαπίστωσα πόσο μικρός είμαι. Είχε βαρκάδα, με ένα ξεναγό και χερσαίο κομμάτι όπου βρισκόσουν στη χώρα των θαυμάτων. Ακόμα και τώρα δεν έχει εξερευνηθεί όλο το σπήλαιο. Οι φωτογραφήσεις ήταν απαγορευμένες, αλλά με την ανοχή του βαρκάρη, έβγαλα αρκετές.

Έκανα περιοδεία στη Μάνη. Αντίκρυσα πάλι τις χέρσες βουνοπλαγιές. Το σκληρό του τοπίου. Την βαθύτατη για τους ντόπιους έννοια της οικογένειας, της πατρίδας, της ιδιοκτησίας και της υπεράσπισής τους. Τους καρφωμένους στις κορφές πολεμόπυργους και πυργόσπιτα. Τις νέες κατασκευές από πέτρα (άφθονη στην περιοχή) σε σπίτια και φράχτες. Είδα όμως με λύπη μου πολλά καμμένα δέντρα από τις περσινές πυρκαγιές. Είναι απίστευτο πώς σε έναν τόπο που το πράσινο σπανίζει τόσο, βρίσκουν ορισμένοι ευκαιρία να κάψουν το ελάχιστο που υπάρχει.

Ξαναπερπάτησα γύρω από το φάρο της Κρανάης, όπου όταν είμασταν μικρότεροι, καθόμασταν στα βράχια με τις κιθάρες πιωμένοι ή στεγνοί και ταξιδεύαμε. Ερωτεύαμε τον Λακωνικό και το τραγούδι μας το έπαιρνε το αυγουστιάτικο μελτέμι και το ‘στελνε απέναντι, στα Κύθηρα και πάνω, στο φεγγάρι. Έκανα τις βόλτες μου στον πύργο του Τζαννήμπεη Γρηγοράκη (ιδιοκτησίας Πέτρου Τζαννετάκη, γιού του πρώην πρωθυπουργού), που είναι σήμερα λαογραφικό μουσείο στο Μαραθονήσι και έκατσα στο πεζούλι του Άγιου Πέτρου για να ρεμβάσω και να δω το Γύθειο το βράδυ.

Πήγα ξανά μετά από πολλά χρόνια στο «σπασμένο καράβι» (παλιότερο σχετικό ποστ το «Ζωή σπασμένη») και διαπίστωσα ότι το καράβι έχει σχεδόν πλέον καθολικά υποκύψει στην αρμύρα, στην άμμο και στο κύμα. Κολύμπησα πάλι στα απόνερά του, στα σωθικά του και στη σκιά του. Μετρούσα τα σάπια του κόκκαλα, σαν τους σταλακτίτες του Δυρού ήταν. Μόνο που εδώ τα χρόνια λιώνουν.

Είχε και πολύ καλές εκδηλώσεις ο Δήμος Γυθείου όσον καιρό ήμουν εκεί που τις παρακολούθησα όλες. Είδα δύο θεατρικά, το ένα ήταν η «Ερωφίλη» του Χορτάτση με τον Χρ. Πάρλα και την Φ. Φιλοσόφου και ένα με δραματοποίηση μανιάτικων παραμυθιών με πολύ καλές σκηνοθεσίες. Συναυλία με τον τοπικό γυθειάτη αστέρα του πενταγράμμου Δημήτρη Κολοκοτρώνη, επιδείξεις χορού και μπαλέττου, καραγκιόζη για τα παιδιά (αλλά κυρίως οι μεγάλοι ξεκαρδίζονταν). Το μόνο σημαντικό που δεν πρόλαβα είναι τη συναυλία του Χατζηγιάννη στις 22-8.

Επειδή έχουν μεγάλη ανάλυση οι φωτογραφίες και αργεί πολύ το αρχείο δεν μπορώ να στείλω αυτές που θέλω. Μπορώ να σας στείλω με μέηλ όμως αν μου το ζητήσετε. Σας ευχαριστώ για την αγάπη που μου δείξατε όσο έλειπα με τα όμορφα σχόλιά σας και μάλιστα όχι μόνο από γνωστούς και αλλά και από πολλούς και πολλές μπλόγκερ που δεν έχουμε ξανασυναντηθεί. Για ανταπόδωση κι εγώ έγραψα στις διακοπές μου κάτι ερωτικό και ταξιδιάρικο και σε λίγες μέρες θα το ποστάρω μάλλον με δόσεις γιατί είναι κάπως μεγάλο.

Τελικά το σπορ που κάνουμε είναι «μάστιγα» και «χούι», δεν κόβεται εύκολα. Είναι όμως ευχάριστη ασχολία, δε νομίζετε κι εσείς; Και παρακαλώ με σεβασμό οι κριτικές για το τραγούδι- ζεϊμπεκιά-ύμνο του φίλου μου του Δημήτρη Κολοκοτρώνη, έτσι;  🙂 !

ΥΓ. Ηotel California (1974)

Title: Eagles – Hotel California lyrics

Artist: Eagles

On a dark desert highway, cool wind in my hair
Warm smell of colitas, rising up through the air
Up ahead in the distance, I saw a shimmering light
My head grew heavy and my sight grew dim
I had to stop for the night
There she stood in the doorway;
I heard the mission bell
And I was thinking to myself,
’this could be heaven or this could be hell’
Then she lit up a candle and she showed me the way
There were voices down the corridor,
I thought I heard them say…

Welcome to the hotel california
Such a lovely place
Such a lovely face
Plenty of room at the hotel california
Any time of year, you can find it here

Her mind is tiffany-twisted, she got the mercedes bends
She got a lot of pretty, pretty boys, that she calls friends
How they dance in the courtyard, sweet summer sweat.
Some dance to remember, some dance to forget

So I called up the captain,
’please bring me my wine’
He said, ’we haven’t had that spirit here since nineteen sixty nine’
And still those voices are calling from far away,
Wake you up in the middle of the night
Just to hear them say…

Welcome to the hotel california
Such a lovely place
Such a lovely face
They livin’ it up at the hotel california
What a nice surprise, bring your alibis

Mirrors on the ceiling,
The pink champagne on ice
And she said ’we are all just prisoners here, of our own device’
And in the master’s chambers,
They gathered for the feast
The stab it with their steely knives,
But they just can’t kill the beast

Last thing I remember, I was
Running for the door
I had to find the passage back
To the place I was before
’relax,’ said the night man,
We are programmed to receive.
You can checkout any time you like,
But you can never leave!

 
47 Σχόλια

Posted by στο 12 Αυγούστου 2007 σε Μανιάτικα, Ταξίδια

 

Γη θεών


gythion01sm.jpg

Όλα έτοιμα. Μόλις έκανα σέρβις. Κομπλέ κι ελεγμένα. Λάδια, υγρά φρένων, τακάκια, βαλβίδες, αέρας στα λάστιχα, υγρό για υαλοκαθαριστήρες, νερό στο ψυγείο, ένα πλύσιμο μέσα-έξω. Στο αμάξι, γιατί εμείς έχουμε βράσει και κάνουμε μπάνιο γενικώς. Βαλίτσες φορτωμένες. Το σπίτι αδειάζει. Ο γενικός κλεισμένος, το ψυγείο άδειο και ανοιχτό. Διπλοκλειδώνω. Τα παιδιά νυσταγμένα αλλά 5.30-6 το πρωϊ του Σαββάτου φεύγουμε. Μπλουζάκι και σορτς. Ζώνες όλοι παρακαλώ. Στο σι-ντι προγραμματισμένη η μουσική της διαδρομής Χατζηγιάννης, Ρέμος, Κραουνάκης, Τερζής για μένα και Μαρινέλλα (τα ερωτικά) για τη συνοδηγό.

Αττική Οδός. Καλημερίζω την πάντα ευγενέστατη υπάλληλο των διοδίων. Γύρω στις 7-7.15  περνάω το αυλάκι και δείχνω την πλάτη μου στην Κόρινθο. Ώρα 8.15 πίνω καφέ στου Παπαντώνη λίγο μετά την Τρίπολη. Μπορεί να σταματήσω και στης Χρίστενας, στο Αλεποχώρι, για νερό γάργαρο από μια πηγή που τρέχει εκεί στα πλατάνια. Στις 9.30  διασχίζω τη Σπάρτη, αγοράζω σύγλινο από δικό μου χασάπη, χαιρετώ το Λεωνίδα (χωρίς τους 300), κορνάρω (όπως επιβάλλει το έθιμο) στο παρακείμενο στρατόπεδο νεοσυλλέκτων του ΣΕΜ που είναι στο δρόμο (με τις λεύκες), προκειμένου να ξυπνήσει το στραβάδι ο αλφάς που κοιμάται όρθιος και πλέον ζωγραφίζω τις τελευταίες πατημασιές στην άσφαλτο. Έχω φτιάξει διάθεση.

Οι στροφές της Κουτουμούς είναι οι τελευταίες της διαδρομής. Δυό-τρία βενζινάδικα και σε λίγο στις 10.00 αντικρύζω (επιτέλους) την εκκλησία της Ανάληψης. Μου έλειψε το μέρος. Πάντα ίδιο αλλά πάντα σα να το βλέπω πρώτη φορά. Καμαρώνω την παλιόπολη, το συνοικισμό, τα νεοκλασσικά κτίρια, τα εμπορικά και τα ουζερί, τον πάνω δρόμο, το μαρμαρόδετο λιμάνι φτιαγμένο απ΄του Όθωνα τα χρόνια, τη θάλασσα. Το νησάκι Κρανάη που λένε ότι οδήγησε ο Πάρης την Ωραία Ελένη, όταν την «άρπαξε» από τη Σπάρτη και πέρασαν τη νύχτα πριν φύγουν για Τροία, το Μαυροβούνι με την ατέλειωτη παραλία ως το Βαθύ. Και ιδού, μέσ’ από τις ελιές ξεπροβάλλει η σιδερένια εξώπορτα, η κληματαριά, το περιβόλι, οι πορτοκαλιές, το εξοχικό μου.

Ο παππούς και η γιαγιά…. Παιδιά, φθάσαμε! …

Γύθειο. Για κάποιους η γη των θεών. Μια άλλη εκδοχή λέει ότι προέρχεται από το «γυθέω» που σημαίνει τέρπομαι. Οι πιο εντρυφείς κατέληξαν στο «γύθος» που σημαίνει ορυκτός (για το λιμάνι του επειδή στα αρχαία χρόνια ήταν πιο πέρα και δεν ήταν φυσικό).

Η χερσόνησος της Μάνης. Το ακρωτήριο του Ταίναρου. Το νοτιότερο σημείο της χερσαίας Ευρώπης. Για μένα είναι η γη των γονιών μου, των καλοκαιριών, των παιδικών χρόνων, των κατακτήσεων, των αναμνήσεων, η ιδαίτερή μου πατρίδα.  Το μέρος που λάτρεψα τη θάλασσα.

Φεύγω για κάποιες μέρες ξεκούρασης εκεί. Χωρίς σκέψεις και άγχη, χωρίς να ξέρω πότε ακριβώς θα γυρίσω. Θα εξαρτηθεί… Αν πέσω σε νετκαφέ όμως θεωρείστε το σίγουρο ότι θα χωθώ. 

Να είστε καλά και φρόνιμοι. Θα επιστρέψω με καλό φωτορεπορτάζ. Από  όλη την περιοδεία. Γύθειο – Μάνη -Σπήλαια Δυρού και βλέπουμε… Εύχομαι να είναι το καλοκαίρι σας γεμάτο από χαρούμενες, ξέγνοιαστες και δροσερές στιγμές. Καλές  διακοπές σε όσους δεν βρίσκονται ήδη βουτηγμένοι στο νερό.  Να ξεχυθείτε όπου μπορείτε. Πολλά φιλιά. Δεν θ’ αργήσω πάντως. Τι νομίζετε ότι είναι και αυτές οι μέρες;  Ένα κλείσιμο του ματιού…

ΥΓ. Θα περιμένω (C-REAL -Στίχοι μουσική Τάκης Δαμάσχης) χειμωνιάτικο αλλά καλό, μελαχρινό και όμορφο, ενώ το κλιπ γυρισμένο στη Μάνη.

Κάπου μακριά, σκέφτομαι πως θα ‘σαι
άδεια αγκαλιά, μα μη λυπάσαι
Στη μοναξιά, μια παλιά εικόνα
κάθε στιγμή, θα ζει αιώνια

Θα περιμένω, χειμώνας θα ντυθώ
στο γκρίζο θα χαθώ, μέχρι να φέρεις καλοκαίρι
Θα περιμένω, η σκέψη σου φωτιά
τα κρύα πρωινά, μέχρι μια μέρα να γυρίσεις
Θα περιμένω

Ξέρω καλά, πως μαζί μου θα ‘σαι
όπου και αν πας, όπου και να ‘σαι
Και αν θα σε δώ, άραγε ποιος ξέρει
άνεμο ψάχνω, να σε φέρει

 
 
 
 
 
45 Σχόλια

Posted by στο 27 Ιουλίου 2007 σε Μανιάτικα, Ταξίδια