RSS

Category Archives: Best of

Εκπομπή «Άνθρωποι και Ιστορίες» με τη Γεωργία Αγγελή- Διηγήματά μου και συνέντευξη 23.9.22


 
Σχολιάστε

Posted by στο 30 Σεπτεμβρίου 2022 σε Best of, Άνθρωποι, Ιστορία, Μανιάτικα, Πεζά

 

Το άσπρο πουκάμισο


Το άσπρο πουκάμισο (διήγημα)

Εκείνο το φθινοπωρινό ταξίδι δεν ήταν ίδιο με τα συνηθισμένα. Είχε ένα άρωμα αλλιώτικο. Με το που πάτησα το πόδι μου στον καταπέλτη του πλοίου με συντρόφευε μια αίσθηση σαν ανάμνηση.

Σαν μια παρέλευση του χρόνου, ένα γύρισμα σελίδας.

Μ’ ένα σακίδιο και την καλύτερη διάθεση που θα μπορούσα να έχω, αποφάσισα να ταξιδέψω με καράβι αρχές Νοέμβρη.

Να γυρίσω τα νησιά.

Να ζωγραφίσω τη χιλιοπατημένη από την καλοκαιρινή ορμή άμμο και τ’ αποκαμωμένα ακροθαλάσσια.

Στο μυαλό και στη σκέψη μου.

Να τα περάσω στις μπογιές και τα πινέλα.

Ήθελα να ξεγυμνωθώ από το άσπρο πουκάμισό μου και να πετάξω στο γαλάζιο και στο πορτοκαλί από το πέλαγο και το δειλινό.

Να πωρώσω το δέρμα, να εκπληρώσω τη θέληση της θάλασσας, να της χαρίσω, να της βαφτίσω όλη μου τη ζωή.

Να αδειάσω.

Οι λαστιχένιες σόλες από τα παπούτσια ακούστηκαν να τρίζουν στο μέταλλο του γυμνού καταστρώματος. Το πλοίο βούιζε από το θόρυβο των μηχανών κι ένα σύννεφο, γάλα λευκό, ολοένα πλημμύριζε την ατμόσφαιρα. Φάνταζε έρημη κι η ρότα που μας τράβαγε.

Σαν φευγιό χωρίς πλοηγό.

Κάπου πέρα.

Η ομίχλη δεν έλεγε να κοπάσει. Κι εγώ κομπάρσος σε αδιάφορο ρόλο περιδιάβαινα από την πλώρη στην πρύμνη. Στα τυφλά. Με οδηγό μόνο μια αχνή άσπρη γραμμή από την κουπαστή, μετρούσα βήματα, σπιθαμές και μέτρα. Υπολόγιζα αποστάσεις, σα στραβός καπετάνιος που μάθαινε τις γωνιές από το καράβι του. Κάθε φορά που έφτανα στο ύψος του μηχανοστασίου, σαν αλάνθαστο ρολόι ένα διαπεραστικό κύμα υγρού ατμού σούβλιζε τη σάρκα και μου υπενθύμιζε ότι το φεγγάρι έχει κι άλλη πλευρά.

Φωτεινή.

Κάποια στιγμή η γραμμή της κουπαστής διακόπηκε απότομα. Μια σιλουέτα σχηματίστηκε μπροστά μου. Με το ένα πόδι σκαρφαλωμένο στα κάγκελα. Και τη ματιά της να την παίρνει το «μέσα» στα κύματα. Ανάμεσα στο λευκό της καταχνιάς διέκρινα τα μακριά μαύρα μαλλιά της. Μαζί με την αρμύρα λικνίζονταν στη διάθεση του Αίολου. Τα βήματά μου έτριξαν δίπλα της. Έμοιαζε να σφίγγει τα χέρια στο σώμα και οι χούφτες, σαν πουλί στο κλαδί, γαντζωμένες στο ξύλο της κουπαστής.

Σα να ‘ψαχνε κάτι να τη σηκώσει.

Να ξεφύγει από τα όρια.

Και του πλοίου.

Να γίνει ένα με το νερό.

Με τον αέρα.

Δεν ξέρω.

Πλησίασα και η ανάσα μου πέρασε στις αισθήσεις της.

Σα να με γνώριζε.

Δεν αντιστάθηκε.

Σα να με περίμενε.

Το πόδι κατέβηκε από τα κάγκελα και οι παλάμες δεν βασάνιζαν το ξύλο.

Άρχισε να γέρνει το σώμα της αργά προς τα πίσω και στο τέλος τ’ απίθωσε πάνω μου.

Έπιασα τα κοκκινισμένα από το κρύο δάχτυλα και τα έτριψα με τα δικά μου.

Πήρα από την μπροστά τσέπη του σάκου το κουτί με τ’ άφιλτρα. Άναψα ένα.

Της έδωσα τη δεύτερη ρουφηξιά. Ένα ρίγος τη διαπέρασε.

Έβγαλα το άσπρο μου πουκάμισο και το ‘ριξα στους ώμους της.

Ησυχία.

Ένα χνώτισμα ξεπήδησε από μέσα της και τ’ άφησε να ταξιδέψει.

Περπατήσαμε κατά μήκος της ίδιας άσπρης γραμμής.

Χωρίς να έχουμε κοιταχτεί στα μάτια.

Χωρίς εικόνες και χρώματα.

Χωρίς να έχουμε μιλήσει.

Μόνο μια ζέση υπήρχε.

Μια έλξη.

Αόρατη μέσα στον ξεχαρβαλωμένο καιρό που κατέβασε τα σύννεφα επιδεικτικά λες κι ήθελε να μας συνοδεύουν. Να αγκαλιάζουν. Σαν ένα άσπρο σεντόνι στα μάτια. Πηλός από νερό και χώμα στο στήθος και πιο μέσα ακόμα.

Σταθήκαμε στην πλώρη. Κει που το καράβι έσκιζε τη θάλασσα. Τ’ αφρισμένα κύματα πετάγονταν σαν λόγχες δεξιά κι αριστερά.

Και τα μαλλιά της,

ορθή γωνιά,

ανέμιζαν,

σημαία τώρα,

τα σώματα κατάρτι.

Κάποιες σταγόνες μοίραναν το πουκάμισο και αναδεύτηκαν με το ελαφρύ της άρωμα.

Έβρεξα τα χείλη της μ’ ένα φιλί κι είδα το πρόσωπό της για πρώτη φορά.

Τότε μια ηλιαχτίδα πρόβαλλε κι άνοιξε παράθυρο στο μουντό απόγευμα.

Το πούσι διάφανε την άσπρη του φορεσιά.

Απομακρυνόταν διακριτικά παίρνοντας μαζί του μνήμες, όνειρα κι επιδιώξεις.

Το παρελθόν. Το μέλλον.

Κι άφησε τη στιγμή να ζωγραφίσει.

Κάτι έλαμψε όταν σήκωσε ψηλά τα αλαβάστρινα χέρια και σαν από τριαντάφυλλα τα γέμισε στους ώμους μου.

Το πουκάμισο πετάρισε, ξανοίχτηκε στον άνεμο.

Στην αρχή έμοιαζε γλάρος.

Ύστερα χελιδόνι.

Στον ορίζοντα φωσφόρισε η ακτογραμμή του νησιού.

Σούρουπο.

Τα πρώτα φώτα ανάβουν.

Βασίλης Πουλημενάκος

 
Σχολιάστε

Posted by στο 17 Μαΐου 2022 σε Best of, Άνθρωποι, Πεζά, Ταξίδια

 

Ο σιδεράς που δεν καιγόταν


Ο σιδεράς που δεν καιγόταν (διήγημα)

Σε μια καλύβα κάπου μακριά, ένας βαρύγδουπος χτύπος  επαναληπτικός ηχούσε  κι αντηχούσε μακρόσυρτος στα γύρω βουνά. To αμόνι είχε ανάψει. Ένα σφυρί κι ένα κοπίδι δούλευαν ακατάπαυστα σ’ ένα άχαρο συγχρονισμό και ακούγονταν μέσα στην ηρεμία του δάσους σαν φάλτσες καμπάνες. Μια ταλαίπωρη παχιά λαμαρίνα έπαιρνε σχήμα.  Έπεφτε το σκοτάδι κι ο σιδεράς με το λιγοστό φως από ένα καντηλέρι και το τζάκι πάλευε μόνος του. Μέρες τώρα. Κι  είχε σκοπό να μείνει απόψε όλο το βράδυ εκεί ώσπου να τελειώσει.

Φορούσε ένα αμάνικο μακό φανελάκι που από τη βρωμιά και τα σκισίματα δεν ξεχώριζες το αρχικό χρώμα. Ήταν αξύριστος από μέρες και τα γένια  ξεφύτρωναν σαν χόρτα χοντρά και κοφτερά, μαύρα κι άσπρα κατά τόπους  κι έμοιαζαν όπως οι θάλασσες με τα ποτάμια, να θέλουν να ενωθούν με τις μακριές γκριζαρισμένες φαβορίτες. Το φθαρμένο τζιν παντελόνι κρεμόταν  άγαρμπο από  μια τιράντα καθώς η άλλη τον ενοχλούσε όταν σήκωνε τη βαριοπούλα και την είχε κόψει. Τα μπράτσα του από τη κάπνα και τη φωτιά είχαν πάρει ένα ζωηρό σκούρο χρώμα όπως και στο στέρνο του.

Θα ‘λεγε κανείς ότι προσπαθώντας να δώσει μορφή στο έργο του, έχανε  ολοένα τη δική του, την έβαζε πιο πίσω, σαν να την εκχωρούσε στο θεό της φωτιάς με αντάλλαγμα το καλύτερο αποτέλεσμα. Με την φωτιά είχε τόσο εξοικειωθεί που δεν μπορούσε πλέον να καεί από αυτήν. Το δέρμα του είχε αποκτήσει μια δεύτερη στρώση σαν ένα ξέχωρο πυρίμαχο δέρμα που του χάρισε η δουλειά, η μουτζούρα και η συνήθεια.

Κρυμμένος από τον κόσμο εκεί στο ξεμόνι του, άφηνε μέρα νύχτα τα παράθυρα ανοιχτά, σα να είναι το μόνο που του αρκούσε για να πάρει δροσιά το σώμα του και για να αποβάλλει λίγη κάψα από τη φλόγα του λιωμένου μπρούτζου. Στο τζάκι σε μια μεγάλη χύτρα κόχλαζε το μέταλλο και με μια βαθιά κουτάλα, ο σιδεράς έπαιρνε και τάιζε συνεχώς με λεπτομέρειες το έργο του, άφηνε να του φύγουν λίγες ανάσες μέχρι να κρυώσει ελαφρά ο χαλκός πάνω στο κυρίως σώμα κι ύστερα με το λεπτό κοπίδι  έκοβε και χάραζε. Με γυμνά δάχτυλα αργότερα τα λείαινε, ό,τι έπιανε το φρόντιζε ιδιαίτερα και με αγάπη.

Και μετά πρόσθετε. Κι έκοβε πάλι. Τα σαρκώδη χείλη, τα λεπτά φρύδια, τα αμυγδαλωτά μάτια,  το ανάγλυφο από τις βλεφαρίδες, η  γαλλική μύτη και τα αυτιά έπαιρναν λόγο, ρόλο και ζωή από τα χέρια του κι όσο περνούσε η ώρα η κούφια λαμαρίνα έπαιρνε ένα θηλυκό στρογγυλεμένο σχήμα, που φαινόταν έτοιμο να του μιλήσει.

Με τον λαιμό της ήταν σχολαστικός χρησιμοποιώντας και τα δυο του χέρια θέλοντας να τον κάνει όσο πιο αρμονικό γίνεται και να ταιριάξει αισθητικά με το λείο γώνιασμα στους ώμους. Τα στήθη πλούσια όσο χρειάζεται για είναι στητά και όμορφα ενώ οι ρόγες έμοιαζαν με φρούτα εποχής έτοιμα για δάγκωμα. Μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες είχε τελειώσει με όλο το σώμα κι απέμεναν απλές διαδρομές των δαχτύλων του πάνω στα μακριά πόδια και τα λεπτά χέρια για να τονίσει τις καμπύλες από τους μύες μέχρι και τα νύχια.

Τα μάτια του έγερναν κουρασμένα, αλλά είχε σταθεί να κοιτάζει έκθαμβος το δημιούργημά του, σκουπίζοντας τον ιδρώτα του προσώπου του πάνω στα μουσκεμένα ρούχα, ίσως και κάποιο βούρκωμα στα μάτια να σκούπισε, μια κρυφή συγκίνηση ανάμικτη με περηφάνια. Πήρε από κάτω ένα βαρύ τσουκάλι με νερό,  κατέβασε την τιράντα από το παντελόνι, έχυσε το μισό στο κεφάλι του, ενώ το υπόλοιπο το άδειασε στο τζάκι ώσπου να σβήσει η φωτιά.

Από το παράθυρο μπήκε ένα ψυχρό πρωινό αεράκι κι έδωσε άλλη ατμόσφαιρα και μια φρέσκια ανάσα. Στο ημίφως του κεριού η μπρούτζινη κοπέλα έμοιαζε να αργοκινεί τα βλέφαρα και πάνω στο ξύλινο τραπέζι όπως ήταν ξαπλωμένη, έμοιαζε να ανασηκώνει το δεξί πόδι και να κουνάει τα δάχτυλα του αριστερού χεριού. Ο σιδεράς έκπληκτος  αλλά πιο πολύ εκστασιασμένος την πλησίασε και γονάτισε δίπλα της με φόβο και δέος προσπαθώντας να παρατηρήσει κι άλλο τις κινήσεις της.

Το στήθος της φαινόταν από το πλάι να ανεβοκατεβαίνει κατά δυο-τρία εκατοστά, να τρεμοπαίζει σαν ζωντανό. Είδε κι ένα μικρό ποταμάκι σαν από ιδρώτα να κυλάει ανάμεσα και, κατηφορίζοντας, να αδειάζει  στον αφαλό που είχε περιποιηθεί ιδιαίτερα ο ίδιος, λίγο νωρίτερα. Τα πόδια της ανήσυχα, ανασηκώνονταν μια το ένα και μια το άλλο με μεγαλύτερη ταχύτητα τώρα, σα να αναζητούσαν απελευθέρωση, μια λύτρωση. Τα χέρια της, είτε κλείνανε σε γροθιές, τονίζοντας τους μύες στα μπράτσα, είτε έγδερναν με τα νύχια το τραπέζι, βγάζοντας από εκεί έναν σιγανό οξύ ήχο και από το στόμα μια ανάσα βαθιά.

Όταν ο σιδεράς ήρθε από πάνω της για να ερευνήσει πώς έβγαινε αυτή η ανάσα, τα χέρια της κινήθηκαν μηχανικά και τον τράβηξαν τόσο δυνατά και παθιασμένα που κόλλησε πάνω στο μπρούτζινο σώμα ενώ με τα πόδια της τον κλείδωσε. Δεν κατάλαβε πώς γλίστρησε μέσα της, έμεινε  μόνο να ακολουθεί το ρυθμό από το ανάσεμά της, φιλώντας  και δαγκώνοντας αδιάκοπα σαν σφυρί στο αμόνι τη μια το ζεστό της μπρούτζινο στόμα και την άλλη κατεβαίνοντας σαν χείμαρρος το λαιμό και το καυτό της στήθος. Έπιανε τα πόδια της γύρω του κι έκαιγαν. Όλα πάνω της ήταν τόσο καυτά, όσο δεν ήταν όταν την έπλαθε. Κι όσο περνούσε η ώρα, ο σιδεράς καιγόταν στην αγκαλιά  της, τα μάτια του πέταγαν φλόγες, το κορμί του ίδρωνε, έλιωνε κι έδενε με το υγρό μέταλλο, γινόταν ένα ο σιδεράς  μαζί της, σ’ ένα  ιδιότυπο κράμα σωμάτων. Κι όταν τέλειωσε μέσα στο πυρωμένο αταίριαστο ταίρι του, έμοιαζε κι εκείνη να τον ακολούθησε,  αδειάζοντας μια χάλκινη λάβα, σαν  χρυσαφένια θάλασσα κάτω από το πυρίμαχο δέρμα του και ακόμη πιο βαθιά, κατάσαρκα.

Τότε ο σιδεράς αισθάνθηκε στην ψυχή πώς είναι όταν καίγεσαι…

Βασίλης Πουλημενάκος

 
Σχολιάστε

Posted by στο 20 Φεβρουαρίου 2022 σε Best of, Άνθρωποι, Παραμύθια, Πεζά

 

Η τελευταία παράσταση


Η τελευταία παράσταση

(Δύο πρόσωπα: Μονόλογος με αφηγητή)

(Αφηγητής): Έγειρε το κεφάλι για να κάνει την υπόκλιση και τα μάτια της εξαφανίστηκαν από το χώρο. Ταξίδεψαν στο λευκό των υδρατμών, στα αδειάσματα της κούρασης,  στα χαλάσματα των χρόνων, στα φαντάσματα της παράστασης. Άγγιξαν τα λουστρίνια της. Χάιδεψαν τη σουβλερή μύτη τους. Το σανίδι κάτω μετά.

Το χειροκρότημα ήταν ατέλειωτο. Τόσο πολύ που δύσκολα βρήκε το κουράγιο να σηκώσει πάλι το κεφάλι. Πριν, μια σταγόνα κύλησε στο γυμνό της μπούστο. Έτρεξε η στάλα βιαστική και χώθηκε βαθιά στο μωβ φόρεμα, κατέβηκε στον αφαλό, έγινε μικρή λίμνη και απορροφήθηκε στο δέρμα.

Ιδρώτας. Για την παράσταση…

Πάθος. Για το θέατρο…

Δάκρυ…

Ύστερα γύρισε και κοίταξε δειλά στο βάθος δεξιά.  Στο βάθος πουθενά. Εκεί που την περίμενε πάντα. Εκεί που τον περίμενε πάντα. Κάθε Παρασκευή.

(ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ): Η πρώτη μας επαφή ήταν πριν πέντε μήνες, στην πρεμιέρα. Με το λαμέ του κουστούμι και την πίπα στο τσιγάρο έμοιαζε με γκόμενο αριστοκράτη που την ψάχνει στα θέατρα -θέατρο το λέμε το δικό μας, μεταξύ μας καμπαρομπουάτ είναι – μπας και χτυπήσει καμιά διανοούμενη μικρή να την πηδήξει ή καμιά κονομημένη γριά να τη μαδήσει. Στο βάθος δεξιά. Μου έκλεισε το μάτι. Ο ηλίθιος. Μα τι μαλάκας Θεέ μου. Πόσο πίσω είναι. Κι εγώ πηδιέμαι στο σανίδι να τον ευχαριστήσω…

Όπως κι όλους βέβαια. Τελικά τι είμαι; Μια θεατρίνα που διασκεδάζει τον κόσμο; Ή μια του κερατά που ευχαριστεί τον οποιονδήποτε. Ρε σεις, ναι αυτό είμαι. Ρίξτε κάνα φράγκο να σας παίξω ότι θέλετε. Ότι γουστάρει η ψυχή σας να σας παίξω. Ναι, ρε …τσόγλανοι. Αλλά κάντε με να αισθανθώ γυναίκα. Πώς είμαι έστω άνθρωπος ρε γαμώτο. Ας το διάολο πια με το δήθεν.

Παράτησα το σπίτι στο χωριό για το μαράζι μου στο θέατρο. Κι έχω ρε μαλάκα, εκεί  αφημένη τη μάνα μου κι ένα γαμάτο σπίτι φτιαγμένο. Με κήπους, με γκαράζ για το αμάξι που θα ‘παιρνα, για τον άντρα που θα ‘παιρνα, για τα φράγκα που θα ‘παιρνα. Θα δούλευα τα πρωινά και τα απογεύματα θα το γέμιζα κουτσούβελα να το γεμίζουν κι αυτά με τη σειρά τους γέλια και κλάματα, να το καταστρέφουν κι εγώ να το ξαναφτιάχνω. Με τον πρίγκιπα πλάι. Και τα βράδια.

Και τώρα να τι έχω. Τα λουστρίνια. Ένα σανίδι από κάτω. Κι έναν γυφτογκόμενο που πιστεύει ότι επειδή μου έκλεισε το μάτι κάτι έκανε.

Στο διάλειμμα βρήκα στο καμαρίνι μια ανθοδέσμη με κάποια από τα λουλούδια που θα είχα στον κήπο, αν είχα, αν… Το καρτελάκι: «στο βάθος δεξιά». Για λίγο τρόμαξα και γύρισα. Όμως όχι. Πρέπει να ήταν εκείνος. Ο τύπος με το θέμα στο μάτι. Στο άλλο μισό της παράστασης δεν ήταν.

Μετά, τη νύχτα δεν κοιμήθηκα. Ήταν η υπερένταση από την πρεμιέρα ίσως. Ίσως κι αυτός. Σκέφτηκα ως εξής. Το μόνιμο ερωτικό αίτημά μου όλο αυτό το διάστημα που διαολογυρίζω στο θέατρο, είναι να βρω κάποιον που θα θέλει εμένα. Δηλαδή την Κατερίνα. Όχι την κοπέλα της παράστασης, όχι … όχι το χειροκρότημα που πάει σε εκείνη και αύριο θα πάει σε άλλη. Εγώ δεν θέλω το ευκαιριακό χειροκρότημα, το κράτημα θέλω στα χέρια, έναν στο πλευρό μου. Έστω για λίγο κάθε φορά. Να του γεμίζω όμως τότε τα βράδια και να μου αδειάζει τα πάθη. Να με παίρνει και να τον φέρνω πέρα δώθε. Ζητάω πολλά; Έναν δικό μου θέλω ρε! Που να γουστάρει εμένα. Το Κατερινάκι…

Κάθε Παρασκευή ήταν εκεί. Δεν μου έκλεινε πια το μάτι. Μόνο χαμογελούσε όταν τον κοιτούσα. Αλλά τα λουλούδια- λουλούδια -«στο βάθος δεξιά»- σε κάθε διάλειμμα. Και μετά το διάλειμμα, καπνός. Μαζί μία μία και οι άμυνες και οι ελπίδες μου. Γιατί όχι τελικά; Τι κακό έχει ένα κλείσιμο του ματιού; Θα το πεις παλιομοδίτικο, αλλά….. Ο άνθρωπος θέλει να είναι σαφής. Όχι σούξου-μούξου. Σου λέει καθαρά. Σου δείχνω ότι σε γουστάρω κυρία μου. Κάνε το κουμάντο σου λοιπόν, τώρα το ΄θελες πρόστυχο  το ‘θελες ευγενικό, αυτός είμαι και στην τελική εγώ σε γουστάρω. Εσένα, την κορμάρα σου, την ψυχή σου ίσως όχι, αλλά εσένα σίγουρα. Κάτι που θα παίζει κάθε Παρασκευή όμως; Κάθε Παρασκευή.

Μετά από τρεις -τέσσερις τέτοιες Παρασκευές τον αποζητούσα σαν τη χήρα στο κρεβάτι. Λες και τον είχα πάρει και ζήταγα το καπάκι. Κι εγώ το μόνο που είχα πάρει ήταν τα λουλουδικά του διπλανού ανθοπώλη, μερικά χαμόγελα και ένα κλείσιμο του ματιού- που μετά έμοιαζαν με αγκαλιά. Τον κοίταξα κάποια στιγμή σαν τα σκυλάκια που κοιτάνε απορημένα τα αφεντικά τους όταν είναι η ώρα να τα βγάλουν βόλτα. Έλα αγόρι μου, τι φοβάσαι. Έλα στο διάλειμμα -με τα άνθη τα ανοιξιάτικα μαζί- να μου πεις τι θέλεις, τι αισθάνεσαι για μένα βρε αδελφέ, τι γουστάρεις πια. Αφού το βλέπω ότι…

Ή κάνω λάθος πάλι.. λάθος έκανα; Άλλος ένας χαρούμενος θεατής; Άλλο ένα χειροκρότημα της παράστασης; Ένας ακόμα  θαυμασμός για μια ερμηνεία;

…….

Ας είναι…εγώ… εγώ…

…φίλε μου, ευτυχισμένε θεατή, ιδεατέ μου γκόμενε, για σένα μόνο, απόψε στην τελευταία παράσταση, εγώ θα παίξω για πάρτη σου. Γιατί; Επειδή όλο αυτό το διάστημα μου χάρισες το «κάτι» και την ελπίδα, επειδή ξύπνησες το διαολάκι μέσα μου. Θα γελάσω για σένα φίλε, θα δακρύσω, θα γλεντήσω για σένα. Κι εσύ από το “βάθος δεξιά”, θα κοιτάς.  Σα να κάνω στριπτίζ στα πόδια σου θα είναι. Και το άρωμά μου θα ναι το άλλο που έχω φυλάξει για σένα, για σαν εσένα. Παίξε μουσική. Tango.

Σε θέλω όπως πρέπει

σαν φλόγα να έρθεις

σε θέλω στο σώμα

σαν σπίρτο να μπεις

σε θέλω, στο θέλω που δεν θέλει πρέπει

σε θέλω, δεν θέλω αγάπη,

μην πεις…

(ΑΦΗΓΗΤΗΣ): Ύστερα γύρισε και κοίταξε δειλά στο βάθος δεξιά.  Στο βάθος πουθενά. Εκεί που την περίμενε πάντα. Εκεί που τον περίμενε πάντα. Κάθε Παρασκευή. Εκεί που τώρα η θέση άδειασε.

Δάκρυ…

Πάθος. Για το θέατρο…

Ιδρώτας. Για την παράσταση…

Το χειροκρότημα ήταν ατέλειωτο. Τόσο πολύ που βρήκε το κουράγιο και σήκωσε πάλι το κεφάλι. Πριν, μια σταγόνα κύλησε στο γυμνό της μπούστο. Έτρεξε βιαστική η στάλα και χώθηκε βαθιά στο μωβ φόρεμα, κατέβηκε στον αφαλό, έγινε μικρή λίμνη και απορροφήθηκε στο δέρμα.

Έγειρε το κεφάλι για να κάνει την υπόκλιση και τα μάτια της εξαφανίστηκαν από το χώρο. Ταξίδεψαν στη λεύκανση των υδρατμών, στα αδειάσματα της κούρασης,  στα χαλάσματα των χρόνων, στα φαντάσματα της παράστασης. Άγγιξαν τα λουστρίνια της. Χάιδεψαν τη σουβλερή μύτη τους. Το σανίδι κάτω μετά.

σε θέλω, δεν θέλω αγάπη,

μην πεις…

…..

Βασίλης Πουλημενάκος

*φωτο -σκηνικά Θεατρική παράσταση ’ΨΥΛΛΟΙ ΣΤ’ ΑΦΤΙΑ’ στο θέατρο Μουσούρη

 
Σχολιάστε

Posted by στο 28 Ιανουαρίου 2022 σε Best of, Άνθρωποι, Καλλιτεχνικά, Πεζά

 

Παγωμένο Νερό


Παγωμένο Νερό

Το «Παγωμένο Νερό» της Έλενας Χουσνή (εκδόσεις Κύφαντα, 2020).

Πόσες αλήθειες κρυμμένες σε ένα βιβλίο. Η σκέψη μου στην αρχή πήγε αθέλητα ταξίδι στα εφηβικά μου χρόνια και μάλιστα στα πρώτα. «Θα είναι εκεί και το άλλο σου μισό» μου έλεγαν κι εγώ κοντοστεκόμουν να καταλάβω ποιο είναι το έρμο άλλο μου μισό και δεν το ξέρω, έστω το άλλο μου ολόκληρο.

Για την γραφίδα αυτή όμως δεν υπάρχουν παρανοήσεις, υπάρχουν απορίες και ερωτήματα. Δεν υπάρχουν τεμαχισμένα μισά αλλά ακέραια ολόκληρα που διεκδικούν και που πονάνε. Ισχύει απαρέγκλιτα το ένα συν ένα ίσον δύο. Καθαρά και ξάστερα, διαυγέστατα σαν το νερό. Κι αυτό ανάμεσα στην κοριτσίστικη περιέργεια και στη γυναικεία αποφασιστικότητα.

«Ποιός θα με ήθελε μισή; Και ολόκληρη ακόμα θα ήταν ένα θέμα, πως να κάνω αυτήν την ολότητα αξιαγάπητη, και αν θέλω να ξοδέψω μια ζωή για να το πετύχω. Αλλά μισή;»

Αμφισβητεί αλλά δεν απορρίπτει συλλήβδην. Έχει ροή χωρίς να ακολουθεί συγκεκριμένα χρονικά μονοπάτια, πηγαίνει, φεύγει, επιστρέφει, ακολουθεί, δείχνει δρόμους. Ταράζει νερά και μοιάζει στην πρώτη γεύση με ένα λόγο φευγάτο και κάπου αναρχικό. Όχι όμως, η γραφίδα ανθολογεί τη ζωή, απαυγάζει τις ομορφιές της, ακόμα και τις πιο αρχέγονες, απελευθερώνει σκέψεις, ανασύρει πόθους, εκρήγνυται, ηρεμεί, κατασταλάζει και τελικά πείθει, ίσως γιατί αυτό το τελευταίο χρειάζεται.

Γέρνει ο αναγνώστης συγκαταβατικά το κεφάλι και την παρακολουθεί-ακολουθεί στην σταδιακή απαλλαγή από τα ταμπού και τις δοξασίες της κοινωνίας, στα απόλυτα «ναι» από τα τόσο ποθητά «μη» της ζωής, σε μια ανάγκη να μην σκέφτεται τα μετέπειτα αλλά μόνο εκείνα. Λυρικότατη, περιγραφότατη, αναλυτικότατη, δοτικότατη, ασυγκράτητη, δεν σου αφήνει περιθώρια να σκεφτείς «δεν είναι αυτό που νομίζετε» γιατί είναι αυτό ακριβώς. Αντιστέκεται στο θάμπος, το ονειρώδες του ρομαντισμού που πιστεύει ανόητα ότι κάτι υπάρχει κάπου και «για πάντα». Στην πορεία το βιβλίο συγκλονίζει και κορυφώνει όπως ένα ερωτικό ντελίριο χωρίς σταματημό, όπως το άσβηστο μίσος, όπως ο θάνατος που δεν έχει βρει δικιωμό.

«Η πιο σαρκοβόρα στιγμή του έρωτα είναι αυτή η στιγμή, η στιγμή των σιαμαίων, όταν καταθλιπτικά κολλούν οι ζωές και παραδίδονται αμαχητί. Τότε είναι νεκρός ο άλλος. Γι αυτό είναι ο καλύτερος εραστής, αυτός ο νεκρός εραστής του πρώτου καιρού που βυθίζεται στην άβυσσό σου…»

Απενοχοποιεί, δικάζει και καταδικάζει η αλήθεια αυτή, γιατί βρίσκεται διαρκώς μεταξύ σφύρας και άκμονος, ακροβατώντας ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο, ανάμεσα στο δίκιο και στο «δίκαιο» των άλλων. Αυτό που κάνει είναι να ανατρέπει τις συμβατικές λογικές και να επανατοποθετεί πεθυμιές και πράξεις εκεί που θα έπρεπε να βρίσκονται. Αντιδρά στο ατέλειωτο, στο ανεκπλήρωτο, στο ανολοκλήρωτο, στο μισό.

Όχι τη λέξη βία δεν την αναφέρει καθόλου ούτε με παράγωγό της, ούτε σαν ρήμα, την καταλαβαίνεις ανάμεσα από τις γραμμές, μέσα από τον πόνο και την τρέλα που δημιουργεί. Δεν την αναφέρει ίσως για να μη δώσει αξία περισσότερη στον θύτη, στο ότι επιχείρησε να νικήσει έτσι, να επιβληθεί. Αντίθετα θα δεις τη λέξη μίσος πολλές φορές και στο τέλος θα νιώσεις το παγωμένο νερό να ρέει σταθερό μέσα από τις λέξεις στο σώμα και στο αίμα σου, σαν γιατρικό και σαν δηλητήριο.

Αν δεν ήταν μυθιστόρημα το «Παγωμένο Νερό», όπως είναι δοσμένο σε πρώτο πρόσωπο, θα ήταν ψυχογράφημα. Είναι όμως μυθιστόρημα γεμάτο από αλήθειες, από ιστορίες της καθημερινότητας που άλλες κρύβονται και άλλες σκοτώνουν. Αφιερωμένο σε όλες τις γυναίκες.

«-Άργησα.-Τι θα μπορούσες να κάνεις; -Να σταματήσω το παγωμένο νερό.-Ήσουν πληγωμένη.-Ήμουν ανόητη. Μπορούσα… Αν τότε.. Αν νωρίς…-Δεν έφταιγες-Έφταιξα.-Έφταιξες, ναι.-Επιτέλους το λες, χρόνια το περίμενα….Συγνώμη…-Να ζωγραφίζεις.-Να μιλάς»..

Βασίλης Πουλημενάκος

 
Σχολιάστε

Posted by στο 19 Δεκεμβρίου 2021 σε Best of, Άνθρωποι, Βιβλία, Πεζά

 

Tα τραγούδια μου


 
1 σχόλιο

Posted by στο 12 Σεπτεμβρίου 2016 σε Best of, Καλλιτεχνικά, Στίχοι, Τραγούδια

 

Κάποιο σύννεφο αστέρι (Σαν πουλί)


Μετά από αρκετό καιρό αναρτώ βίντεο από ένα καινούργιο τραγούδι με ένα αγαπημένο στίχο  που έγραψα πριν αρκετά χρόνια το «Σαν πουλί» και με τον συνθέτη-τραγουδιστή Κώστα Γαλίτη, που μου έκανε την τιμή να το μελοποιήσει, σαν τραγούδι ονομάζεται πια «Κάποιο σύννεφο αστέρι». Στην εγγραφή του τραγουδιού εκτός από την ερμηνεία ο Κώστας Γαλίτης παίζει κλασσική κιθάρα και φυσαρμόνικα.

Kάποιο σύννεφο αστέρι (Σαν πουλί)

ΜΟΥΣΙΚΗ-ΕΡΜΗΝΕΙΑ: Κώστας Γαλίτης
ΣΤΙΧΟΙ: Βασίλης Πουλημενάκος

Με ταξίδευες με χάδια
και σου άφηνα σημάδια
Το κορμί σου μια μικρή ζεστή φωλιά
Σου μιλούσα τραγουδούσα στο πλευρό σου ξενυχτούσα
και πλημμύριζε το βράδυ μυστικά

Με ρωτούσες και γελούσα,
αν κοιμόμουν άμα ζούσα
Και με φίλαγες στις άκρες σαν πουλί
Αγκαλιά μου σε κρατούσα και ποτέ μου δεν μπορούσα
να σκεφτώ πως θα πετάξεις
σαν πουλί

Ποιος χειμώνας, καλοκαίρι ποιο φθινόπωρο θα φέρει
στα ματόκλαδα την άνοιξη ξανά
κάποιο ουρανό-αστέρι, κάποιο σύννεφο-αγέρι
να χαράξουμε στη γη σαν ζωγραφιά

Με ρωτούσες και γελούσα, αν πεινούσα αν διψούσα
Και με κέρναγες μια στάλα σαν πουλί
Άγγελέ μου σε κρατούσα και ποτέ μου δεν μπορούσα
να σκεφτώ πως θα πετάξεις
σαν πουλί..

πουλια

 
Σχολιάστε

Posted by στο 26 Ιουνίου 2016 σε Best of, Βίντεο, Στίχοι, Τραγούδια

 

Ετικέτες: ,

Αχ! Θάλασσά μου!


1964

Το Γύθειο το 1964

Ένα ακόμα ποίημα του πατέρα μου για την ιδιαίτερη πατρίδα του μαζί με την αγάπη του για τη θάλασσα που είναι άρρηκτα δεμένη με τον τόπο.

ΑΧ! ΘΑΛΑΣΣΑ ΜΟΥ!

(του Δημητρίου Πουλημενάκου)

Αχ! Θάλασσά μου!
Γύθειο! – Καράβι τετρακάταρτο
του στοχασμού μου αντάρα
και στον ψηλότερο ιστό
της Μάνης η σημαία!

Καράβι τετρακάταρτο
του νου μου φαντασία
με πλήρωμα Μανιάτισσες,
με πλήρωμα Μανιάτες,
μνήμες ολόκληρης ζωής για την πατρώα γη,
σε μια πορεία στ’ άγνωστα
του χρόνου τα λιμάνια,
με την ευχή για γυρισμό στα ήσυχα νερά!

Αχ! Θάλασσα μου!
Το πρώτο φλάμπουρο ο Γουλάς, η Καστροπολιτεία,
το δεύτερο το Γύθειο, του Γρηγοράκη η πόλη,
του κτήτορα της νέας γης
στου Κούμαρου τα πλάγια
στ’ Άγιου Δημήτρη τις αυλές
μέχρι τους Άγιους Πάντες!

Τρίτο κατάρτι το νησί, η Ομηρική Κρανάη
ένα στολίδι του γιαλού
μια ομορφιά στην πόλη,
που ύμνησε ο ποιητής στα ηρωικά του έπη,
για της Ελένης τον καημό
και τον σεβντά του Πάρη!

Και πάνω στο κατάστρωμα
-στο μώλο της Κρανάης-
λιαστά χταπόδια κρεμαστά,
δικά σου θεία δώρα,
δώρα για την παρέα μας,
για ούζο και ρακί
κέρασμα από το πλήρωμα,
κέρασμα από τη Μάνη!

Αχ! Θάλασσά μου!
Στο τελευταίο φλάμπουρο, χρυσό,
μαλαματένιο,
βάζω ολόλευκα πανιά, βάζω γαλάζια ξάρτια…
Πάει το καράβι στα βαθιά του χρόνου τα νερά
όταν τα μαύρα κύματα
βουτήξανε την πόλη!
Σήμερα η Παλιόπολη, μια ανανεωμένη πόλη
μια Ιστορία μια Ζωή
στου χρόνου τις στροφές
απλώνεται από τη θάλασσα, μέχρι την Άγια Τριάδα!

Αχ! Θάλασσά μου!
Πήρα τη βάρκα του Στρατή, γοργό θαλασσοπούλι
με την παρέα την παλιά
να βγω στο περιγιάλι!
Είδα αμμουδιές ολόχρυσες, πολύχρωμα κοχύλια,
πετράδια ροδοκόκκινα
να λάμπουνε στον ήλιο!

Με μια ματιά, μια ζωγραφιά…
ολόκληρη η πόλη!
Το κάστρο του Μαυροβουνιού,
του Κούμαρου τα πλάγια,
τ’ Αγιώργη το καμπαναριό
μέχρι τους ΄Αγιους Πάντες
και σμίγει την Παλιόπολη με την Αγία Τριάδα!

Είδα ακτές απέραντες, τουριστικά ντυμένες
με τις σημαίες στους ιστούς, ψηλά να κυματίζουν
κορίτσια απ’ όλες τις φυλές
να γλυκοφιλούν τον ήλιο!
Με αρμυρίκια ακρογιαλιές,
με σπήλαια, με βράχια,
και σαν ανθίζει η κάππαρη, η πλάση ευωδιάζει!

Πάνω στην άμμο τη χρυσή, Θεού η ευλογία!
Οι γλάροι στήνουνε χορό με γλαροφτερουγίσματα,
φλερτάροντας αφ’ υψηλά
τις χελωνοφωλιές!

Αχ! Θάλασσά μου!
Αγνάντεψα από τ’ ανοιχτά, πυργόσπιτα και κάστρα,
της μάνας Μάνης σύμβολα
στο πέρασμα του χρόνου
κι έστειλα χαιρετίσματα σε Μονεμβασιά, σε Σπάρτη
και στου Μυστρά τις εκκλησιές,
στην Καστροπολιτεία!

Σε βλέπω να έχεις αγκαλιά την όμορφη Κρανάη
όπως η Ελένη στα παλιά
την αγκαλιά του Πάρη
και να χαϊδεύει απαλά το ερωτικό σου κύμα
όλα τα βράχια του νησιού, όλα τα σπηλιαράκια!

Είδα ακόμη από εδώ το φάρο το δικό σου
να δείχνει δρόμους φωτεινούς στων καραβιών τις ρότες
να βρίσκουν ήρεμα νερά
φιλόξενα λιμάνια,
σαν του δικού σου λιμανιού, καλό αραξοβόλι!

Θα ήθελα να έβγαινα
στ’ Αλέξη το καρνάγιο,
για μια κουβέντα ναυτική
για πλοία, για καράβια
και για νεράιδες του γιαλού
και της στεριάς γοργόνες.
Αχ! Θάλασσά μου!
Του στοχασμού μου αναποδιές
στο νου μου τρικυμία…
Με τι μυαλό, με τι καρδιά, να μπω και να ρωτήσω :
Πώς τάχα βλέπεις τους γιαλούς
ακτές και περιγιάλια…
Πώς ξεδιπλώνεις τα νερά
με ήλιο, με φεγγάρι…
Το ξέρω πως τα πρωινά χαίρεσαι την αυγούλα
σαν παίζει με τα κύματα του Απόλλωνα το φως
και το φεγγάρι σαν γελά τα φλοισβοβραδινά!

Βραδιές γλυκές, ερωτικές, νύχτες ονειρεμένες,
ολόφωτες, πανσέληνες με θαλασσοφεγγαράδα!
Λόγιες βραδιές για ποιητές
τραγούδια, κομπανίες!
Και άλλες ειδυλλιακές με έναστρο ουρανό!

Και σαν τ’ αστέρια της βραδιάς
πέφτουν και ξεστρατίζουν
και σμίγουνε ερωτικά τα επίγεια με τα θεία,
κάνουμε όλοι μια ευχή και η ευχή θα πιάσει,
για όλους τους θαλασσινούς
και τους ταξιδευτάδες!

Αχ! Θάλασσά μου!
Απ’ έξω από τα Τρίνησα την άγκυρα θα ρίξω…
Θα περπατήσω στη στεριά, όπως τα γλαροπούλια
να κόψω άνθη κάππαρης
να μάσω μανουσάκια!
Να ανιχνεύσω από κοντά τις αλκυονοφωλιές
και από τ’ ανοιχτά να θεαθώ παλιά πόλη και νέα!

Θωρώντας την ακρόπολη με γκρεμισμένα τείχη,
αναπολώ τη δόξα σου και την παλιά σου αίγλη,
Βασίλισσα των Γυθεατών,
των Ελευθερολακώνων!
Και θα ΄θελα το δειλινό αυτό, με Γυθειοφεγγαράδα
να μπω μέσα στο θέατρο
ν΄ακούσω Αριστοφάνη!
Και σήμερα το Γύθειο, παλιά πόλη και νέα,
ντυμένο με της ΄Ιριδας τα χρώματα, τα φώτα,
φεγγρίζει κάτω στο γιαλό
και στο πλατύ λιμάνι,
καράβι τετρακάταρτο, καράβι ονειρεμένο!

Κι ο στοχασμός ταξιδευτής
μαζί με τα καράβια
σ’ όλες τις θάλασσες της γης
σε πόντους και πελάγη,
τα δικά σου να ονειρεύεται
τα  γ α λ α ν ά   ν ε ρ ά !

Αχ! Θάλασσά μου!
Η σκέψη πάει κ’ έρχεται
σαν του γιαλού το κύμα.
Ποιον ΄Αγιο της θάλασσας,
Θεό ή Ποσειδώνα
ν’ αναζητήσω και να βρω,
να πιάσω την κουβέντα,
για τα καράβια να μου πουν
στα ξένα π’ αρμενίζουν,
άλλα με φόρτσα τα πανιά
κι άλλα καλμαρισμένα:
«Πότε θα πνεύσει άνεμος
ούριος γυρισμού,
να δούμε τα καράβια μας
στα χωρικά νερά.»

Αχ! Θάλασσά μου!
Είμαστε όλοι στη Ζωή
ταξιδευτές στο χρόνο,
άλλοι με φάρο την καρδιά,
την πίστη, την ελπίδα
κι άλλοι χωρίς προορισμό,
βαρκούλα στ’ ανοιχτά!

Αφιερωμένο σ’ όλους τους θαλασσινούς και τους ταξιδευτάδες

Γύθειο, Αύγουστος 2015

Δημήτριος Πουλημενάκος
Υποστράτηγος ε.α.

πίνακας Γ. Ρωσσίδης

Άποψη της Κρανάης του Γυθείου με τον Άγιο Πέτρο (πίνακας του Γ. Ρωσσίδη)

 
1 σχόλιο

Posted by στο 18 Ιανουαρίου 2016 σε Best of, Άνθρωποι, Μανιάτικα, Στίχοι

 

Aναβοσβήνει ο Ουρανός


Αναβοσβήνει ο Ουρανός ✿ڿڰ ♥ ♪♫ Από το άλμπουμ ✿ڿڰ ♥ ♪♫» Μια Κονδυλιά Στην Άμμο» 2013
Στίχοι: Βασίλης Πουλημενάκος
Μουσική / Ενορχήστρωση: Παναγιώτης Λιανός
Ερμηνεία: Μαίρη Αθανασίου
Χορωδία /Φωνητικά Λευτέρης Ελληνάκης, Ειρήνη Καριώρη, Ελπίδα Καριώρη, Γιώργος Κουσκουνάς, Σπύρος Μπέτσης, Δέσποινα Νικολάκη, Νίκη Παπαγεωργίου, Λένα Σέρρα, Σταύρος Σέρρας, Δημήτρης Τσεκούρας
Επιμέλεια Χορωδίας / διδασκαλία: Ράνια Ααρών
Κιθάρες: Παναγιώτης Λιανός
Βιολί & πλήκτρα: Δημήτρης Καζάνης
Μπάσο: Δημήτρης Κομματάς
Τύμπανα: Γιώργος Μπονάτσος

Εικονοποίηση: eldimi eldimaki

Μια χειμωνιάτικη βραδιά η άνοιξη ανασαίνει
κι ό,τι σκιρτάει στις καρδιές απόψε τις ζεσταίνει
Αναβοσβήνει ο ουρανός αστέρια μες την πόλη
βρήκε η σκοτεινιά το φως,η αγάπη αγκυροβόλι

Μια λάμψη από Χριστούγεννα πλημμύρισε το σπίτι
μια Άγια νύχτα η ανθρωπιά ντύθηκε τον πλανήτη
Αναβοσβήνει ο ουρανός η ελπίδα ξημερώνει
σαν ένας φάρος μαγικός,που τ’ όνειρο ζυγώνει

Σαν έρθει απόψε ο μικρός Χριστός με το φεγγάρι
θα ‘χω γραμμένη μιαν ευχή στο δέντρο για να πάρει
ν’ αναβοσβήνει ο ουρανός και τ’ άστρα τα θλιμμένα
σαν παιδικά χαμόγελα να γίνουν στολισμένα
σαν παιδικά χαμόγελα για πάντα στολισμένα…

 
2 Σχόλια

Posted by στο 28 Δεκεμβρίου 2014 σε Best of, Βίντεο, Στίχοι, Τραγούδια

 

e-Εφαρμογές για smartphones και tablets για τα τρία e-books


automon_whiteOι εφαρμογές του Αντώνη Πανώρη Αutomon για Android επιτρέπουν να κατεβάσετε στο tablet και στο smartphone e-books μικρά ή μεγάλα και να τα διαβάσετε ή να τα ξαναδιαβάσετε οπουδήποτε είσαστε κάτω από ομπρέλες, σε ξαπλώστρες, σε αμμουδερές παραλίες και μη.. .

Εχουν ανέβει από τον Αντώνη Πανώρη και τα τρία βιβλία που έχω κυκλοφορήσει με τις Eκδόσεις Σαΐτα  σε καλαίσθητα και ευχάριστα στην ανάγνωση applications .

«Η Νεράιδα της Μάνης» είναι μια ιστορία που αγαπήθηκε και ταιριάζει με το καλοκαίρι. Απλά κάνετε download -δωρεάν βέβαια- και οδηγείται το βιβλίο σαν εφαρμογή στο tablet και στο smartphone σας και σας κάνει παρέα.[PouBas_HNTM] [Blog] [Image] [HighResIcon] [124x124]

Η Νεράιδα της Μάνης ζει στις σπηλιές της Μέσα Μάνης και του Οιτύλου αλλά η αγαπημένη της παραλία είναι στο Πόρτο Κάγιο, στη νοτιότερη γειτονιά του Ταινάρου. Εδώ και αιώνες, τα καλοκαίρια, θα τη βρεις εκεί να τριγυρίζει.   Άλλες φορές, στέκεται καρφωμένη στα βράχια ψηλά κι άλλες, λιάζεται στην Αρμενόπετρα, αγναντεύοντας τα πλοία που καβατζάρουν δειλά τον Κάβο Μαλέα, στέλνοντας καλότυχες λέξεις και χαμόγελα. Τις πιο πολλές όμως, χάνεται στα γαλάζια νερά, μεταμορφώνεται σε γοργόνα, βρίσκει σπίτι στον βυθό και σουλατσάρει στη στεριά τα βράδια…

«Η σύγκρια» [PouBas_HS] [Blog] [Image] [HighResIcon] [124x124]είναι μια ακόμα μανιάτικη ιστορία που έχει γίνει application Automon Android. Είναι ένα αφήγημα γραμμένο σαν παραμύθι για μεγάλους κατάλληλο και για τις εφηβικές ηλικίες.

Καταγράφει τη σκληρή σκέψη της Μάνης της εποχής του 1870 αλλά και παρατηρεί με τα μάτια της εποχής μας το έθιμο της σύγκριας, που ήταν εθιμικό δίκαιο στην παλιά Μάνη. Η ανάγκη, ο κλήρος και το χρέος, ξεπερνούσε τις όποιες οικογενειακές και θρησκευτικές αντιρρήσεις.

[PouBas_DATL] [Blog] [Image] [HighResIcon] [124x124]

Πιο μεγάλο σαν e-book, ένα μικρό μυθιστόρημα είναι η «Δαντέλα από τον Λίγηρα» ιδανικό για πειρατικές ή ανατολίτικες σκέψεις

Αξίζει να διαβάσετε και τα τρία e-books γιατί όπως καταλήγει και το τρίτο.«…στην αγάπη τίποτα δεν απαιτείται. Και τίποτα δεν χαρίζεται. Πολλές φορές το τίμημα της αγάπης είναι βαρύ σαν αλγέρικο σπαθί κι ακριβό όσο μια δαντέλα από τον Λίγηρα…»


 
Σχολιάστε

Posted by στο 22 Ιουλίου 2014 σε Best of, Βιβλία, Μανιάτικα, Πεζά