RSS

Στα βράχια

23 Ιαν.

50520-honeymoon_by_plangdon2.jpg

Με κάλεσε ο φίλος μου ο lockheart να παραθέσω τρία ποιήματα που μου αρέσουν πολύ στα πλαίσια ενός μπλογκοπαίχνιδου ποίησης. Επέλεξα αυτά τα τρία που ακολουθούν γιατί αφορούν τρεις διαφορετικές εποχές…

Στα βράχια – ποίημα της Γκράτσιας  Σπύρου Δεπούντη

Στα βράχια μας μοίρανε

αλάτι ο αγέρας

και τώρα που λείπεις

η μοναξιά με κύκλωσε σαν κύμα

Τα κύματα στάθηκαν στ’ ακροδάχτυλα μου

ψιθυρίζοντάς μου πώς θα ΄ρθεις

κι εγώ στο παραθύρι να σε καρτερώ

μέσα σ΄ έναν αιώνα από νύχτες

Η Μαρίνα των βράχων -απόσπασμα από το ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη

– Μα πού γύριζες;

Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας

Σου’ λεγα να μετράς μες στο γδυτό νερό

τις φωτεινές του μέρες

Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων

‘Η πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους

Μ’ ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου.

‘Εχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη

Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα

Βαθιά μες στο χρυσάφι του καλοκαιριού

Και τ’ άρωμα των γυακίνθων.

– Μα πού γύριζες;

Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τους κόλπους με τα βότσαλα

‘Ηταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο

Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε

Κι άνοιγες μ’ έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ’ όνομά του

Ανεβαίνοντας ανάλαφρα ως τη διαύγεια των βυθών

‘Οπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας .

Στην έκσταση του έρωτα (ποίημα της Μαρίας Νικολάου)

Στην τρέλα επάνω

κυλίστηκε το κορμί

Σε ιδρωμένα σεντόνια

και ξύλινα πατώματα που μύριζαν

ανάσα πόθου.

.

Σ’ εκείνο το κρυστάλλινο ποτήρι

με τις τελευταίες γουλιές

απ’ το καπνιστό σου ουίσκι

και το χνώτο σου που έδινε

κόκκινους τρελαμένους χτύπους

στην καρδιά μου..

Σε δυο χείλη λαθραία κυλίστηκε

το φιλί μου..

Στον καπνό του στριφτού σου τσιγάρου

και στην καύτρα που καύτρα μου

έγινε και έσβησε..

-.

Σε έναν έρωτα μυστικό

κυλίστηκε παραδομένη η ύλη μας

Σε ψιθύρους μικρού τριζονιού

μες στη νύχτα

και στο κύμα που έσβηνε

των αέναων πόθων μας

τις στιγμές

Μες στους κύκλους των ματιών σου

κυλίστηκα

σε βυθούς αρχέγονης λατρείας

και οξειδώθηκα

στην έκσταση…

 
51 Σχόλια

Posted by στο 23 Ιανουαρίου 2008 σε Παιχνίδια, Στίχοι

 

51 responses to “Στα βράχια

  1. Αθανασία

    23 Ιανουαρίου 2008 at 5:31 μμ

    Καλησπέρα Βασίλη μου….πάρα πολύ ωραία και τα τρία ποιηματά σου…και μένα μου αρέσει ο Ελύτης…το ΄Μονόγραμμά’του…που θεωρώ ότι είναι από τα καλύτερα που έχει γράψει..αλλά όμως και τα άλλα και ευρέως γνωστά του που έχουν μελωποιηθεί από τον Μ.Θεοδωράκη…ο Καβάφης,ο Ρίτσος κ.α,κ.α….υπέροχο ταξίδι στη φαντασία και το όνειρο είναι η ποίηση…Με αγάπη,Αθανασία.

     
  2. vasilis

    23 Ιανουαρίου 2008 at 7:49 μμ

    Αθανασία -ηλιαχτίδα μου, οι ποιητές που αναφέρεις είναι η πολιτιστική μας κληρονομιά. Ειδικά ο Ελύτης έχει μελοποηθεί αρκετά. Καλό σου βράδυ.

     
  3. νατασσάκι

    23 Ιανουαρίου 2008 at 8:21 μμ

    Σπουδαία και τα τρία Βασίλη μου – αδυναμία στον Ελύτη, μα και της Μαρίας είναι πολύ τρυφερό.

    Καλό βράδυ

     
  4. vasilis

    23 Ιανουαρίου 2008 at 9:29 μμ

    @ Νατασσάκι μου γλυκό το πρώτο ποίημα έχει γίνει τραγούδι το 1977-1978 σε 45αρι δισκάκι στη Λογοτεχνική Δισκοθήκη, από έναν καλό παλιό μου φίλο και δάσκαλο στη μουσική και στο πιάνο που έχει γνωρίσει και ο αδελφός σου τον Μιχάλη Τρανουδάκη και το θυμάμαι από 12 χρονών. Το δεύτερο είναι βέβαια Ελύτης και μου θυμίζει και μια αγαπημένη μου φίλη… Ο Μιχάλης έχει γράψει και τον πρώτο ου δίσκο την Ποδηλάτισσα πάνω σε ποίηση Ελύτη και με είχε επηρεάσει να τον διαβάζω. Το τρίτο είναι της πορτοκαλένιας Μαρίας μας σε μοναδική στιγμή. Πιστεύω ότι είναι από τα πιο γεμάτα και εμπνευσμένα που έχει γράψει και τα πιο ερωτικά. Για μένα προσωπικά το καλύτερο.

     
  5. Thalassini

    23 Ιανουαρίου 2008 at 9:49 μμ

    Πυργοδεσπότη μου το πρώτο δεν το ήξερα έχει όμως μοναδικές εικόνες. Για τον Ελύτη δεν μπορώ να πω κάτι το ξέρεις οτι τον αγαπώ πολύ και ειδικά αυτό. Θα συμφωνήσω όμως μαζί στο οτι το ποίημα της Μαρίας μας είναι μοναδικά έντονο και περιγράφει πολύ αισθαντικά πως ο έρωτας οξυδώνει -για να χρησιμοποιήσω μια λέξη της που μου αρέσει- τις στιγμές και τις απογειώνει.
    φιλί γλυκό

     
  6. vasilis

    23 Ιανουαρίου 2008 at 9:59 μμ

    @ Πυργοδέσποινά μου γλυκειά, το πρώτο είναι σχετικά άγνωστο στο ευρύ κοινό, αλλά σαν τραγούδι είναι πολύ γλυκό αν το ακούσεις με μια κιθάρα και πολύ ρομαντικό. Όταν ο Ελυτης γράφει για την Μαρίνα, την ζωγραφίζει «..έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη…» Η Μαρία σε μοναδική στιγμή απογείωσης…νομίζω ότι τα λέει όλα η φράση. Φιλιά πολλά

     
  7. Γλαρένια

    23 Ιανουαρίου 2008 at 10:32 μμ

    ΟΛΑ ΠΑΝΕΜΟΡΦΑ!!!!!
    Χαίρομαι που έχεις και ποίηση με ερωτικούς στίχους της δικής ΜΑΣ Μαρίας Νικολάου

    Εσύ έχεις:»…να σε καρτερώ μέσα σ΄ έναν αιώνα από νύχτες…»

    Κια το δικό μου: «…Να σε περιμένω είναι πιο γλυκό κι’ απ’ το νάρχεσαι…» (Μενέλαοος Λουντέμης)

    Φιλί και Γλαρένιες αγκαλιές

     
  8. vasilis

    23 Ιανουαρίου 2008 at 11:00 μμ

    Γλαρένια μου, μα κοίταξε τι υπέροχους ερωτικούς στίχους έχει γράψει… Δεν την παινεύω επειδή είναι φίλη .. το αξίζει η ποίησή της… Και του Λουντέμη είναι ωραίο είναι σαν το ταξίδι… ..ό,τι αξίζει στον έρωτα είναι η αναμονή, η αμφιβολία και η αγωνία, το καρδιοχτύπι. Καλό σου βράδυ

     
  9. ritsmas

    24 Ιανουαρίου 2008 at 12:05 πμ

    Η Μαρίνα των Βράχων με συγκινούσε από παιδί. Νομίζω ακόμη με αγγίζει , αλλά λίγο νοσταλγικά αυτή τη φορά.
    Μπορεί αν μου δοθεί η ευκαιρία να ανεβάσω κι εγώ καποιο ποιημα στο δικό σου μπλογκ, ετσι, για να διανθίσω λίγο ακομη την εικόνα
    σε φιλώ
    ριτς

     
  10. vasilis

    24 Ιανουαρίου 2008 at 12:11 πμ

    Ένα υπέροχο ποίημα από έναν τόσο σημαντικό Έλληνα, ποιητή και λογοτέχνη.. Η Μαρίνα των βράχων. Περμένουμε Ρίτσα τις δικές σου όμορφες διανθίσεις. Φιλιά κι από μένα, καληνύχτα

     
  11. ocean....

    24 Ιανουαρίου 2008 at 12:14 πμ

    ξανά καλησπερα φιλε βασιλη το πρωτο δεν το ξερα ..το δευτερο λατρεμενο για το τριτο τι ναπω;; εχω μπει πολλες φορες στο μπλογκ της κ εχω μαγευτει απο τα ποιηματα της ειναι μαγικα..καθε ενα ξεχωριστο.. καλο βραδυ!

     
  12. Anna

    24 Ιανουαρίου 2008 at 1:24 πμ

    Τα κύματα στάθηκαν στ’ ακροδάχτυλα μου

    ψιθυρίζοντάς μου πώς θα ΄ρθεις

    Καλό ξημέρωμα!!! Ωραίοι στίχοι!!!

     
  13. vasilis

    24 Ιανουαρίου 2008 at 8:17 πμ

    @ Όπως τα λες ωκεανέ είναι… Το πρώτο πράγματι δεν είναι από τα γνωστά αλλά είναι πολύ αγαπημένο μου.. είναι σε τραγούδι από το πρώτο 45αρι δισκάκι που είχα. Για την Μαρία επιπλέον αγαπημένο γιατί έχουμε την τύχη να την γνωρίζουμε. Καλημέρα σου

     
  14. vasilis

    24 Ιανουαρίου 2008 at 8:23 πμ

    @ Καλημέρα Άννα… βρίσκει τρόπους η θάλασσα και επικοινωνεί και αγγίζει… άλλοτε θυμώνει και σου φουρτουνιάζει, σε αγκαλιάζει με το κύμα της όμως μετά και σου ψιθυρίζει στο τέλος με το ακροθαλάσσι της. Σαν ήχος. Σαν ίχνος στα δάχτυλα

     
  15. γωγώ

    24 Ιανουαρίου 2008 at 8:51 πμ

    μια καλημέρα αέρινη σου στέλνω τούτο το πρωινό…
    μια καλημέρα που το χάδι του ανέμου την φωνή μου ταξιδεύει
    σε ψυχές αλύγιστες μήπως και με νιώσουν…

    εξαιρετικά ποιήματα και τα τρία…
    την αγάπη μου Βασίλη!!!

     
  16. neraidoskoni

    24 Ιανουαρίου 2008 at 9:07 πμ

    Πολύ έντονα ποιήματα και τα τρία που διάλεξες Βασίλη μου, πολύ ερωτικά, γεμάτα υπέροχες εικόνες… Καλημέρα και πολλά φιλιά!

     
  17. Μαρια Νικολαου

    24 Ιανουαρίου 2008 at 9:11 πμ

    Ομορφος ο Ελύτης σίγουρα ,αν και η μεγάλη μου αδυναμία προσωπική βεβαιως ειναι ο Σεφέρης..
    Οσο για το δικό μου…no comments…απλα χαιρομαι που σε εχει αγγιξει..
    Φιλια πορτοκαλένιε μου..
    Και μια αγκαλιά για σενα

     
  18. tdjm

    24 Ιανουαρίου 2008 at 9:14 πμ

    O Ελύτης καθώς λέει και η μάνα μάγγισσα στην τιμητική του …
    Την καλημέρα μου και μια ζεστή αγκαλιά…

     
  19. vasilis

    24 Ιανουαρίου 2008 at 9:21 πμ

    @ Καλημέρα Γωγώ μου…όμορφα είναι ολα..Πήρα την καλημέρα σου σαν χάδι… Φιλιά πολλά

     
  20. vasilis

    24 Ιανουαρίου 2008 at 9:23 πμ

    @ Νεραϊδόσκονή μου καλημέρα. Το πιο όμορφο είναι να ζούμε έντονα τη ζωή μας. Με δυνατά συναισθήματα.Φιλιά κι από μένα.

     
  21. vasilis

    24 Ιανουαρίου 2008 at 9:26 πμ

    @ Μαρία μου, ό,τι και να πω για την ποίησή σου είναι λίγο. Το συγκεκριμένο το ποίημα σου το αγαπώ λίγο παραπάνω, είναι πραγματικά όμως υπέροχο, ερωτικό, συναισθηματικό και σωστά δομημένο. Ευχαριστώ και για την αγκαλιά και για την αγάπη. Καλημέρα, πολλά φιλιά

     
  22. vasilis

    24 Ιανουαρίου 2008 at 9:28 πμ

    @ Ντίνα μου tdjm, καλημέρα. Θάλασσα και Ελύτης αλλά και εκείνος μια θάλασσα αποπνέει. Αύρα από Αιγαίο. Φιλιά πολλά

     
  23. askardamikti

    24 Ιανουαρίου 2008 at 4:27 μμ

    Φοβερές επιλογές Βασίλη!

     
  24. vasilis

    24 Ιανουαρίου 2008 at 5:43 μμ

    @ Καταπληκτικές είναι Ασκάρ όλες κι εκλεκτές…

     
  25. Daisy

    24 Ιανουαρίου 2008 at 7:34 μμ

    πολύ ενδιαφέρουσες επιλογές 🙂

     
  26. vasilis

    24 Ιανουαρίου 2008 at 7:54 μμ

    Συμφωνούμε Daisy απόλυτα 😉

     
  27. ειρήνη

    24 Ιανουαρίου 2008 at 9:41 μμ

    πολυ καλες επιλογες! δυνατες! και ειδικα το τελευταιο… συγχαρητηρια στην εμπνευσμενη ποιητρια… (θα μου επιτρεψεις να το πω απο εδω ναι?)
    καλησπερες!!!

     
  28. Griz

    24 Ιανουαρίου 2008 at 9:44 μμ

    καλησπέρα ..
    τεστάρω να δω αν μπορώ να κάνω comment αυτή τη φορά ή αν θα πρέπει να πετάξω τον υπολογιστή μου τελικά 😛

     
  29. vasilis

    24 Ιανουαρίου 2008 at 9:50 μμ

    @ Ειρήνη μου καλησπέρα. Φυσικά και σου επιτρέπω.. Η Μαρία σε μοναδικές στγμές ποίησης που είχαμε την τύχη να τις ζήσουμε την ίδια κιόλας μέρα που τις εμπνεύστηκε

     
  30. vasilis

    24 Ιανουαρίου 2008 at 9:52 μμ

    @ Griz μου, νομίζω ότι τη γλύτωσε ο υπολογιστής σου προς το παρόν… Ίσως φταίει και το κακό δίκτυο εκεί που είσαι. Καλό βράδυ, να είσαι καλά

     
  31. neraidoskoni

    25 Ιανουαρίου 2008 at 9:01 πμ

    Καλημέρα Βασίλη μου με πολλά φιλιά!

     
  32. LOCKHEART

    25 Ιανουαρίου 2008 at 10:14 πμ

    Σε ευχαριστώ για την αποδοχή και την συμμετοχή στο παιχνίδι…Εξαιρετικές επιλογές …ιδιαιτερα το πρώτο μου άρεσε πολύ. Καλημέρα vasili!

     
  33. Eve

    25 Ιανουαρίου 2008 at 10:31 πμ

    Καλημέρα Βασίλη!
    Υπέροχα-πως θα μπορούσαν να μην είναι- τα ποιήματα που διάλεξες να αναρτήσεις.
    Το τελευταίο ποίημα «Στην έκσταση του έρωτα» δεν το ήξερα, αλλά ήταν αυτό που με μάγεψε…

     
  34. anamella

    25 Ιανουαρίου 2008 at 10:54 πμ

    Καλημέρα Βασίλη
    Πολύ ωραία τα ποιήματα αλλά χάρηκα
    για την αναφορά στην δικιά μας Μαρία !!!!

     
  35. mirela

    25 Ιανουαρίου 2008 at 10:56 πμ

    Αγαπημένος ο ΕΛΥΤΗΣ , ότι και να σχολιάσουμε θα είναι λίγο …
    Μαρία Νικολάου ? αν και δεν την ήξερα με εντυπωσίασε .θα το ψάξω..
    Καλημέρα.

     
  36. Αγριο - Κερασο - Ζουζούνα

    25 Ιανουαρίου 2008 at 1:35 μμ

    Μετά την ποίηση, σε περιμένει, μία πρόσκληση στα μέρη μου. Πιό ανάλαφρη και πιό παιγνιδιάρα αυτή τη φορά. Οταν μπορέσεις….. Την καλημέρα μου

     
  37. ocean....

    25 Ιανουαρίου 2008 at 2:01 μμ

    καλη σου μερα βασιλη καλο σαββατοκυριακο!

     
  38. candys τετραδιακι

    25 Ιανουαρίου 2008 at 2:24 μμ

    Ποιητακο μου…!!!
    Σμουτσι :*

     
  39. vasilis

    25 Ιανουαρίου 2008 at 3:46 μμ

    @ Καλό μεσημέρι νεραϊδόσκονή μου και καλό σαββατοκύριακο να περάσεις

     
  40. vasilis

    25 Ιανουαρίου 2008 at 3:49 μμ

    @ Εγώ σε ευχαριστώ Σπύρο για την πρόσκληση. Να είσαι καλά. Ωραίο το μπλογκπαίχνιδο αυτό. Δίνεται η δυνατότητα να μοιραστούμε και να μάθουμε δημιουργίες ψυχής.

     
  41. vasilis

    25 Ιανουαρίου 2008 at 3:51 μμ

    @ Eve μου καλό απόγευμα και καλό σαββατοκύριακο. Της Μαρίας Νικολάου το ποίημα πραγματικά είναι εξαίσιο. Και φυσικά και μένα με έχει μαγέψει.

     
  42. vasilis

    25 Ιανουαρίου 2008 at 3:55 μμ

    @ Mirella, καλώς ήρθες στο μπλογκ του πύργου μας. Κερνάμε πορτοκαλόπιτα φρεσκοφουρνιστή από την πυργοδέσποινα με χυμό πορτοκαλιού. Η Μαρία Νικολάου είναι μια ποιήτρια με ευαισθησίες και αγάπη για τη ζωή, έχει περίσσοτερο ενδιαφέρον αν την ψάξεις μέσα από τα ποιήματα της

     
  43. vasilis

    25 Ιανουαρίου 2008 at 3:59 μμ

    @ Anammella, καλό απόγευμα και καλό ΣΚ. Εγώ ειδικά δεν θα μπορούσα να παραλείψω τη Μαρία από τα ποίηματα που αγαπάω. Θα ήταν ψέμα.

     
  44. vasilis

    25 Ιανουαρίου 2008 at 4:00 μμ

    @ Σε ευχαριστώ ζουζούνα. Την πήρα την πρόσκληση… να είσαι καλά, καλό ΣΚ.

     
  45. vasilis

    25 Ιανουαρίου 2008 at 4:04 μμ

    @ Καλο Σαββατοκύριακο ωκεανέ και σε σένα και περαστικά… Δεν πιστεύω να πας πάλι για βουτιές μετά από αυτά που πέρασες. Καναδυο βδομάδες να κάνει υπομονή η θάλασσά σου ακόμα για να μην ξαναρρωστήσεις.

     
  46. vasilis

    25 Ιανουαρίου 2008 at 4:06 μμ

    @ Candy μου, καλό Σαββατοκύριακο να περάσεις. Φιλιά

     
  47. thalassathlimmeni

    25 Ιανουαρίου 2008 at 11:14 μμ

    χαιρετε Βασιλη!μετα απο αρκετες μερες ειπα να επισκεφθω ξανα το blog σου….το αμελησα λογω εξεταστικης 😦
    εκτος απο το ρομαντισμο που αποπνεουν τα αποσπασματα που διαλεξες,εγω κολλαω στο εξης…
    στην επιλογη της εικονας/πινακα σε καθε νεα σου δημοσιευση…εκτος του οτι επιλεγεις κατι πολυ ομορφο…ολοκληρωνει την «εικονα»των γραπτων σου….
    Καλο Σαββατοκυριακο!

     
  48. vasilis

    25 Ιανουαρίου 2008 at 11:53 μμ

    Μπροώ να σου πω ότι χαλάω την ίδια ώρα που γράφω για να επιλέξω την πιο καλή φωτο εικόνα ή πίνακα που θα συνοδέψει το κείμενο. Κι εσύ που ασχολείσαι ξέρεις πόσο δύσκολο είναι να βρεις κάτι που να ταιριάζει… Φιλιά Καλά να περάσεις το ΣΚ και καλά αποτελέσματα στην εξεταστική σου

     
  49. Madame de la Luna

    9 Φεβρουαρίου 2008 at 3:33 μμ

    Ένα μικρό αντί-δωρο για τα υπέροχα σου κείμενα…
    Αγαπημένο ποίημα.

    ΠΡΩΔΙΑΣ

    «Η καρδιά μου είναι ένα σκισμένο,
    βαρύ τριαντάφυλλο, βυσσινί,
    ξεχειλίζει στο αίμα.

    Στο γυάλισμα του ματιού μου
    έχει κολλήσει το ίχνος σου
    κι ας μη θέλω να κρατώ την εικόνα σου,
    πιο τυραννική κι απ’ τη δική σου απουσία.

    Σαν τ’ ανεπαίσθητα, τρίχινα πόδια
    της κόκκινης, φαρμακερής αράχνης,
    τα δάχτυλά σου, φανταστικά, μου περπατούν
    στην ψυχή, πιο υλική απ’ το κορμί μου.

    Η σκέψη σου με παιδεύει
    σαν άγνωστη μυρωδιά που δε φεύγει
    από πάνω μου.
    Απ’ τα μάγουλά μου σηκώνεται,
    φτάνει στο μέτωπο και περνά
    στα μαλλιά μου, αέρας
    που μιλά μαγικά λόγια,
    ζωντανά τα σηκώνει όρθια,
    σαν φίδια που εμένα πάλι δαγκώνουν.
    Το φαρμάκι τους περνά στο μυαλό μου
    κι απαλά μου κατεβαίνει στο σώμα.
    Το στόμα μου έχει γεμίσει πυρή λαχτάρα
    κι είναι σα να μασώ το αίμα μου.
    Τα λόγια μου γίνονται πηχτά
    κι έχουν μαγική γέψη,
    είναι διπλά και διπλόηχα.
    Τα μιλώ διχαλωτά, τα αισθάνομαι χωρισμένα
    και με δένουν με σένα, με δεσμά στριφτά,
    ηδονικά και πονεμένα.

    Το αίμα μου από σένα έχει μολυνθεί
    μ’ επιθυμία. Ο πόθος δύναμη κοφτερή
    με σφάζει κι όσο πιο βαθιά μου πονεί
    ο πόνος τη δύναμη δυναμώνει,
    την αίσθηση που είσαι συ,
    σπαθί μέσα μου μαζί και φαρμάκι

    Το σώμα μου είναι γη κοκκινωπή
    κι αισθάνομαι πράσινα τα μαλλιά μου.
    Γιατί εσύ στέκεσαι αλύγιστος,
    όταν εγώ θέλω να κυλιστώ,
    εκεί ν’ ακουμπήσω στη γη,
    που έχει τη μυστική φωτιά,
    εκείνη που τη βαστά και την τρώει,
    όπως μου καίει τα ζωντανά σπλάχνα
    εμένα η λαχτάρα.

    Έχω μια νύχτα μέσα μου
    όλο άστρα που σαν καρφιά
    τα σωθικά μου καρφώνουν σ’ απαντοχή.

    Έχω ένα μυτερό μαχαίρι
    που με καρφώνει στη σκιά σου,
    μιαν αλυσίδα ολόχρυση, τόσο βαρειά,
    που με δένει στα πόδια σου.

    Μεσ’ το κεφάλι
    έχω ένα ποτάμι που βουίζει,
    μα πουθενά δεν με παίρνει μακριά
    από σένα.

    Η φωνή σου βαθειά με πληγώνει.
    Γίνεται μέσα μου δική μου φωνή
    κι είναι Σα να με σκοτώνει
    η δική μου ζωή, όσο αυξαίνει
    η ορμή που μου κόβει τη δύναμη.

    Στέκεσαι όρθιος σα σπαθί
    που το βαστά αόρατο χέρι.
    Ποια διδαχή σε στυλώνει εσένα;
    Πασχίζει η ψυχή μου απάνω σου
    να στυλωθεί, όταν
    δεν μπορεί το κορμί να ψηλώσει.

    Λύγισε η θέλησή μου
    κι είναι η αγάπη μου για σένα
    από ντροπή καμωμένη, ταπείνωση
    και μαζί οδυνηρή περηφάνεια».-

    Ζωή Καρέλλη

     
  50. vasilis

    9 Φεβρουαρίου 2008 at 5:09 μμ

    Μοναδικό το ποιητικό σου αντί-δωρο Madame de la Luna και όσο ερωτικό μου αρέσει. Καλώς ήρθες, με συγκίνησε αυτη σου η συμμετοχή. Θα ήταν πολύ όμορφο να μου στείλεις και σχόλια για τα κείμενά μου. Σε ευχαριστώ θερμά.

     
  51. george holiastos

    24 Μαΐου 2008 at 12:45 πμ

    Γεωργίου Χολιαστού ΠΟΛΥΔΕΓΜΩΝ Copyright: PAu1-784-859 Γιώργης Χολιαστός ΛΙΛΙΑΝ Σπανίας τέχνης ήσαν οι Ερινύες του. Την φοβεράν μορφήν των την εκδικητικήν των μανίαν το διατιτραίνον βλέμμα των- όλα θαυμάσια τα είχεν αποδώσει. Τόσον που ο αστυνόμος πρόσθεσε στο καρνέ του όταν τις είδε: «Δεύτερον: Ερινύες». Στο «πρώτον» έγραφε: «Λίλιαν» και πιο πάνω: «Στοιχεία ενοχής ζωγράφου δολοφονία γυναίκας του». (Η Λίλιαν ήταν μια μικρή απ’ τις συνηθισμένες- ένα πορνίδιο). Ο ΜΟΝΑΧΟΣ Τα χείλη του ματαίως ψάλλουν υμνωδίας΄ ανίερα φιλήματα τω όντι επιθυμούν κι αντί του οίνου της Θείας Κοινωνίας θα ‘θελε το ποτήριον να ‘ναι πλήρες ηδονής. Μα δεν τον έστειλε κανείς- μόνος του επήγε-μάλιστα άνευ εμφανούς αιτίας- και εμόνασε` φαίνεται ανήκει εις αυτούς που προτιμούν μόνο όταν είναι λίαν επικίνδυνοι τας αμαρτίας. ΤΟΣΟ ΠΟΛΥ Τόσο πολύ το θάνατο γνώρισα στη ζωή μου όπου δε θα ‘χει τίποτα καινούργιο να μου δώσει όταν τα χέρια τα γκρενά επάνω μου θ’ απλώσει και απαλά σαν σ’ όνειρο θα κόψει την πνοή μου. Θα ‘ρθει ένα βράδυ όμορφο, ζεστό και μυροβόλο. Θα ξανοιχτούμε στη χαρά που η κουβέντ’ ανοίγει κι ως πάντοτε, προς το πρωί, θα σηκωθεί να φύγει` μόνο που τώρα θα μου πει: «πάμε μαζί;»-κι αυτό θαν’ όλο. ΠΡΑΒΙ Τέσσερους μήνες έχω εδώ τέσσερους μαύρους μήνες. Μακριά ‘πο χάδι και φιλί κι από αγκαλιά και φίλο` σκελετωμένα χέρια-άσαρκο κορμί ώρες βαριές-πικρό ψωμί στον τόπο αυτό τον έρημο στον τόπο αυτό τον ξένο που χάνεται η προσευχή πριν φτάσει στο Θεό που ο Διάβολος τον ρήμαξε με τ’ αγκαλιάσματά του- με τα φριχτά του χέρια- στον τόπο αυτό τον έρημο στον τόπο αυτό τον ξένο τέσσερους μήνες έχω εδώ τέσσερους μαύρους μήνες.. ΜΟΝΑΧΟΙ ΤΟΥΣ (Κομοτηνή, ’74, ομιλία Τρυπάνη με θέμα:Παλαμάς) Ας παμε` θα γελάσουμε πολύ. Θα `ναι και κείνος ο ψηλός που του διπλώνει ο αφαλός καθώς σε κάποιονε μιλεί και την κοιλιά του σκύβει. Θα ομιλήσει ο υπουργός με θέμα «Παλαμάς» θα `ναι καλά για μας της Τέχνης ήταν λεπτουργός νοήματα μεγάλα κρύβει. Φουστάνια καλά θα φορέσουν μετά την μπουγάδα οι κυρίες (δε χάνουνε ευκαιρίες) από τη βέρα θα πονέσουν τα πρησμένα τους χέρια. Οι ορισμένοι αξιωματικοί τελευταίοι θα φτάσουν και μπροστά θα κάτσουν γίγαντες μικρονοϊκοί με τα χοντρά τους ταίρια. Μα πολύ θα κάνουμε χάζι όσους μονάχοι τους πάνε και γύρω τους κυττάνε με ντροπή και με νάζι κάποιον γνωστό να χαιρετίσουν. Όμως άγνωστοι όπως είναι γιατί αυτά δεν τ` αντέχουν και οι καϋμένοι δεν έχουν πού την κεφαλήν κλίναι μοναχοί τους κι εδώ θα καθήσουν. ΤΟ ΡΟΔΟ Καιρόν αγαπούσα μ` αγάπη μεγαλη αγόρι με μύριες τις χάρες, τα κάλλη. Του το `κρυβα` όμως του το ‘πε τ’ αστέρι και να ‘το που φτάνει τ’ αγνό μου το ταίρι. Πηδάει το φράχτη στον κήπο μου μπαίνει σφιχτά μ’ αγκαλιάζει μαζί του με παίρνει. Στο δρόμο αποσταίνει μ’ αφήνει απαλά μου πιάνει το χέρι γλυκά μου μιλά: «Καλή μου τι θέλεις κι εγώ θα το κάνω! «- του δείχνω η έρμη στο βράχο επάνω: «Εκείνο το ρόδο να πας να μου φέρεις» κι αμέσως τον χάνω- τι τάχος δεν ξέρεις. Ανέβηκε, κόβει τ’ ολόδροσο ρόδο τρελλός στη χαρά του μου γνέφει να το ‘δω. Κατάρα στη γνέψη στο ρόδο κατάρα κατάρα στην τόση που μου ‘χε λαχτάρα` μια πέτρα κυλάει το πόδι γλυστρά και πέφτει ο καλός μου στο ρέμα βαθιά. Τον φτάνω. Στο χέρι το ρόδο κρατούσε και στ’ άλικα χείλη χαμόγελο ανθούσε. Φιλώ του το στόμα σφαλίζω τα μάτια και παίρνω τα ίδια κι εγώ μονοπάτια. ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ Θέλω στα ράφια μιας μικρής φτηνής βιβλιοθήκης καθώς στον τοίχο θ’ ακουμπά φτενούλα κι επιμήκης κάποιος στην τύχη ψάχνοντας του μέλλοντος μια μέρα ένα βιβλίο μου να βρει βαλμένο εκεί πέρα. Κι αφού διαβάσει κάτι τι και πάλι ξανακλείσει τα κίτρινα τα φύλλα του θέλω να το αφήσει όχι αδιάφορα καθώς αφήνουν κάτι ξένο μα με μια κίνηση στοργής σαν κάτι αγαπημένο. ΣΑΝ ΨΙΘΥΡΟΣ Δε θέλω μέσα στη βοή να ζω του αθλίου κόσμου` στ’ αυτιά μου κύμβαλα κενά ν’ ακούω να χτυπάν- άλλος μου έχει οριστεί ο κόσμος ο δικός μου άλλοι ουρανοί με παίρνουνε κι άλλοι καιροί με παν. Σκιές δε θέλω δολερές να μου κρατούν το φως μου` στις λίμνες των ονείρων μου φαύλοι να κολυμπάν` τις υψηλές βουνοκορφές όπου φυλάω εντός μου δε θέλω αλλοπρόσαλλα βέβηλοι να πατάν. Θέλω να φτάνει ως σ’ εμέ σαν ψίθυρος σβυσμένος σαν μακρινός αντίλαλος του κόσμου ο αχός κι εγώ με όλα μακρινός κι απ’ όλα ξεχασμένος σ’ ένα καινούργιο θάνατο να δίνωμαι καθώς πάνω σε κίτρινα χαρτιά ολημερίς σκυμμένος θα συνταιριάζω τους σβυστούς τους ήχους μοναχός. ΟΙ ΕΞΗΓΗΣΕΙΣ Επικινδύνως έκυπτεν απ’ το παράθυρον (μόνο έτσι φαίνονταν ο δρόμος). Κι είχε το λόγον του για ν? ανυπομονεί- απόψε θα της πρότεινε να παντρευθούν. Η στάσις της είχεν πολύ αλλάξει τελευταίως` όπως την ήθελεν είχε επιτέλους γίνει. Πολύ δεν εμιλούσε. Το κάπνισμα είχε παύσει. Να διακρίνει είχε μάθει ένα ωραίον πίνακα, και το κυριότερον της άρεσε κι αυτής ώρα να μένει άφωνη κι εκστατική μετά την κάθε αναζήτησι χαράς και στην υπέροχον εκείνην είχε μάθει τη σιωπήν κάθε λεπτό και πιο βαθιά να μπαίνει καθώς εις μίαν στάσιν πλήρους χαλαρώσεως κι οι δυο εις το κρεββάτι εξάπλωναν. Κι όταν σε τέτιες ώρες εμιλούσαν εγίνονταν κι αυτό τόσο σιγά κι ωραία που αντί να διαλύει εμεγάλωνε την πλήρη εκστάσεως σιωπήν-α! νιώθονταν απολύτως τις στιγμές εκείνες! Η άλλη τώρα για τηλέφωνο έψαχνε. Θα του ‘λεγε να μη την περιμένει- πως άλλο δεν μπορούσε να τον ανεχθεί- να μη μιλά! πού ακούστηκε! να μη καπνίζει! φοβερόν! Κι ούτε μπορούσε όρθια να μένει και να βλέπει ζωγραφιές. Μπορεί να μη τον έπαιρνε και διόλου` πολύ του πήγαιναν οι εξηγήσεις. ΘΑ ΜΑΣ ΠΑΙΔΕΥΕ Κι αν το ‘βλεπα που στην ουσία ήταν κλοπή μα ν’ αντιδράσω δεν μπορούσα` στα τέτια το Συμβούλιον ήτο ανένδοτον. «Η μάννα μου η άρρωστη… τα φάρμακα… οι γιατροί…» όλο αυτά αράδιαζε. Αυτά είναι υποθέσεις καθαρά ιδιωτικές` εμάς το ανεξόφλητο γραμμάτιο μας πονά` όσοι δεν έχουν να πληρώσουν τέτια λένε` κι αν τους ακούγαμε, τώρα κι εμάς κάποιο ανεξόφλητο γραμμάτιο θα μας παίδευε. Ο ΜΙΣΘΟΣ Όταν στο κρύο θα σέρνεσαι κρεββάτι με άσβεστη την πεθυμιά στο μάτι η ψεύτικη αγωνιώντας μη χαλάσει παράσταση που έχεις ετοιμάσει τότε η μνήμη σου σε μένα θα γυρίζει και το μαρτύριο φοβερότερο θ’ αρχίζει καθώς τις νύχτες μας τις πια χαμένες θ’ αναθυμάσαι, τις περασμένες. Μα πιο πολύ γελώ κι ευχαριστιέμαι ότι φοβάσαι να του πεις-μήπως γελιέμαι;- γι αυτές τις νύχτες-θα θυμώσει και το μισθό σου δε θα σου δώσει. ΣΙΣΥΦΩΝ Μη και δεν είμαστε Ταντάλων και των Σισύφων μεις οι γόνοι; Μη και μια μοίρα σαν και κείνων πάνω μας μαύρη δεν απλώνει; Βράχους πελώριους δεν κινάμε για ν’ ανεβάσουμε ψηλά και ο καθένας τους μ’ αντάρα και πάλι κάτω δεν κυλά; Και να γλιτώσουμε όταν θέμε από της δίψας την πληγή μη δε στερεύει κάθε μία που λαχταρίζουμε πηγή; Ή μήπως άσαρκες φιγούρες και μεις δε ζούμε σ’ έναν Άδη και σαν και κείνους δεν τυλίγει κι εμάς το τρίσβαθο σκοτάδι; ΜΑΡΙΑ Οι μέρες φύγαν όμορφες κι απλές. Κανείς δε ρώτησε για τη Μαρία. Αυτές οι νύχτες για διαχύσεις τολμηρές μόνο, και γι αγκαλιές ειν’ ευκαιρία. Σαν όλοι να ‘ξεραν που έχει πάει σαν να μην έφυγε ποτέ ακόμα και σαν το χώμα να μη σφαλάει το λουλουδένιο της το στόμα. Χάρμα οι μέρες στο καταφύγιο. Κεφάτη κι εύθυμη η παρέα. Τα βράδια ένα κηροπήγιο δημιουργεί ατμόσφαιρα ωραία. Κι αν κάποιος ρώταγε: «Τι έγινε η Μαρία;» θα τιναζόμασταν ξαφνιασμένοι και μετά για την αυριανή πεζοπορία θα κουβεντιάζαμε μουδιασμένοι. ΓΟΥΡΟΥΝΙΣΙΑ Παχιά γουρούνια μας ρουφούν το λιγοστό μας αίμα. Τον κόπο μας καρπώνονται, το μόχθο μας τρυγάνε και τεχνικά ταιριάζοντας το δόλο και το ψέμμα νόμους εφτιάξαν και σαν ζα μ’ αυτούς μας κυβερνάνε. Τη γυριστή ουρίτσα τους και το παχύ πετσί τους κατ’ από ρούχα όμορφα κρύβουν σαν των ανθρώπων στολίδια και αρώματα γεμίζουν το κορμί τους κι όρθιοι να στέκουν έχουν βρει από καιρό ένα τρόπον. Και είναι δύσκολο πολύ για κάποιον που δεν ξέρει να ξεχωρίσει τα χοντρά γουρούνια απ’ τους ανθρώπους γιατί εκτός απ’ το λαιμό, το πόδι και το χέρι και τους ανθρώπινους καλά μιμούνται αυτά τους τρόπους. Όσοι γνωρίζουν μοναχά για ένα πράγμα ψάχουν: προσεκτικά τα βλέπουνε στα μάτια μέσα κι ίσια- οι άνθρωποι ανθρώπινα, μα τα γουρούνια θα ‘χουν αιώνες κι αν περάσουνε τα μάτια γουρουνίσια. ΣΚΥΘΡΩΠΟ Πλέον τελείωσε.Δε γράφω στίχους. Δεν έχω τίποτε νέο να πω. Βγάζω μόνο άναρθρους, πένθιμους ήχους απ’ του λαιμού μου τη στενωπό. Και τι να έλεγα; ειν’ ειπωμένα όλα όσα λέγονται’ και μόνο στέκει κρυμμένο μέσα σε κάποια πέννα τ’ άμωμο-τ’ άρρητο-τ’ αστροπελέκι. Όλα όσα γράφτηκαν κι όσα γραφτούνε αυτό τα βλέπει, και σκυθρωπό κυττάζει εκείνους που στιχουργούνε- τι να σας γράψω..τι να σας πω.. ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ Τα κρύα μας θυμώνουνε μας τυραννούν τα χιόνια οι νύχτες άγριες έρχονται και λες κρατούν αιώνια. Γλιστρίματα, σπασίματα κι αρρώστιες χίλιες δύο κάθε χειμώνα κάνουνε το σπίτι φαρμακείο. Χρήματα για τα κάρβουνα για ρούχα, για ομπρέλλες Α! Το χειμώνα χίλιες δυο βυζαίνουν μας αβδέλλες. Και όλοι ενώ πασκίζοντας λίγο να ζεσταθούμε το καλοκαίρι το ζεστό με λύσσα νοσταλγούμε, όταν θα ‘ρθει ανάποδον αρχίζουμε αγώνα: Άχου! Τι ζέστη φοβερή!- ζητούμε το χειμώνα. ΝΑ ΖΗΣΟΥΜΕ Στα στενάκια μας κλεισμένοι στριμωγμένοι, διπλωμένοι ανασαίνουμε κέφι κι ώρα για κραιπάλη δεν αφήνει η βιοπάλη και πεθαίνουμε ζαρωμένοι στο καυκί μας και στην ώρα την κακή μας διπλοκλείδωτοι. Αχ και πότε θα ξανοίξει και για μας-να μας αγγίξει πρωτοείδωτη μία νέα αλλέγρα ζήση` μακριά να μας κρατήσει απ’ τα χώματα ν’ απλωθούμε-ν’ ανοιχτούμε στα ξενύχτια να ριχτούμε και στα πιόματα` να φουσκώσουνε τα στήθια φλόγα όλο κι όλο αλήθεια` ν’ αψηφήσουμε τα μικρά και τιποτένια και χωρίς καμία ένοια πια να ζήσουμε. ΤΟ ΑΛΟΓΟ Κυρα-Γιαννού κυρα-Γιαννού ποιανού είναι τ΄ άλογο ποιανού; Κυρα-Γιαννού κυρα-Γιαννού ποιανού είναι τ’ άλογο δεν έχεις νου; ΕΤΟΙΜΟΘΑΝΑΤΟΙ Ανέραστοι κι ανήδονοι θα πάμε στου Άδη τ’ ανεπίστροφα παλάτια. Μ’ ακόρεστο έναν πόθο θα κυττάμε τις γελαστές διαβόλισσες στα μάτια. Μα ελπίδα ουτ’ εδώ για χάδι θα ‘χει` για ηδονικές στιγμές καιρός δε μένει` για πράγματ’ άλλα δίνουνε μάχη οι αγαπητοί μας οι πεθαμένοι. Τουλάχιστο στου πόνου το κρεββάτι ετοιμοθάνατοι, ας προσπαθήσουμε- για να ‘χουμε και μεις να λέμε κάτι- της νοσοκόμας τα οπίσθια να τσιμπήσουμε. ΟΤΑΝ ΠΕΘΑΝΩ Όταν πεθάνω, η στερνή μου η ώρα όταν θα ‘ρθει και θαρθ’ η ώρα η ψυχή ν’ αφήσει το κορμί μου κανείς δε θέλω απ’ τους ανθρώπους να το μάθει- αυτή ‘ν’ η πεθυμία η στερνή μου. Στο λείψανό μου επάνω κανείς δε θέλω να κλάψει δεν το θέλω το ψεύτικο δάκρυ-ας κλαψ’ η βροχή` και το άψυχο σώμα κανείς να μη θάψει- ας το λυώσουν του χρόνου οι τροχοί. Θέλω να ‘μαι μονάχος κει που θα ‘μαι πεσμένος και ποτέ μην ακούσω μιαν ανάσα-μια λέξη` απ’ τα βάθη του Άδη θα κυττάζω κρυμμένος γιατί εκείνο το μέρος τοχ’ ο ίδιος διαλέξει. Θα με φαν τα κοράκια` μα καλύτερο θα ‘ναι παρά μόνο για λίγο το κορμί μου ν’ αγγίσουν των ανθρώπων τα χέρια` θα τα βλεπ’ η ψυχή μου που χορτάτα πετάνε και θα χαίρει μαζί τους μοναχή της καθώς θ’ ανεβαίνει στ’ αστέρια. Κι αν κανείς θα νομίσει ότι τούτα που γράφω δε θα πρέπει να γίνουν, και με θάψει, και δάκρυ ένα έστω αν χύσει μια κατάρα θε να ‘βγει απ’ τον άδικο τάφο και στη μαύρη αγκαλιά της τον προδότη θα κλείσει. Αν μπορούν τα κοράκια και γι ανθρώπους να κλαίνε τότε αυτά ας με κλάψουν και τα κόκκαλ’ ας θάψουν αφού πρώτα τις σάρκες με το ράμφος ξεσχίσουν` φτάνει μόνο τα χέρια όσων λένε ανθρώπους το κορμί μου μη ‘γγίσουν γιατί αλήθεια δεν ξέρω τι μπορεί να ξεπλύνει ό, τι εκείνοι βρωμίσουν. ΜΟΝΗ ΤΗΣ Τ’ άσπρα ροδοπέταλα πέταξ’ η νυφούλα και μονάχη κλείστηκε μες στην καμαρούλα. Βγάζει τα νυφιάτικα μόνη της ξαπλώνει μόνη της σκεπάζεται στο διπλό σεντόνι. Ο καλός της σύννεφο- σκάλα του νερού- σύννεφο κι απόβροχο του μεσημεριού. Ο καλός της γέρακας και ψηλά πετάει` μ’ άλλους συνταιριάζεται γέρακες και πάει. Γάμος με το σύννεφο και με το γεράκι γάμος με το πέλαγο και το αεράκι- με το βαριοσύννεφο γάμος δε στεριώνει κι η ροδονυφούλα μας μόνη της ξαπλώνει. ΧΩΡΙΣ ΣΚΟΠΟ Ατέρμονη ρουτίνα στη δουλειά κάποτε κάποτε μι’ αγκαλιά αγώνας άγχος και φασαρία η ίδια πάντοτε ιστορία. Από το λίκνο κι ως τη θανή χαρά κι ελπίδα δε θα φανεί η ζήση πόνος-μονάχα πόνος` και μόνος ο άνθρωπος-μόνος-μόνος. Μικρά μεγάλα όλα φθορά κι όλα πουλιούνται στην αγορά βιασύνη, ζήλεια, αιδώς, βλακεία όλα στο κόστος-μικρή αξία. Και προχωρούμε χωρίς σκοπό Προς δύο μέτρα χώμα νωπό Κι ολ’ η πορεία μας μια οδύσσεια από τη μήτρα στα κυπαρίσσια. Ο ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ Χαρταετός είμαι ψηλός που πλέω στους αιθέρες ξένιαστες νύχτες κι όμορφες χαρούμενες ημέρες. Μ’ αστέρια κάνω συντροφιά τις νύχτες, και τη μέρα στον ήλιο μας το βασιλιά λέω πρώτος καλημέρα. Πετώ, βουτώ, λικνίζομαι χάνομαι, ξαναβγαίνω με τα πουλιά στο πέταγμα- στη χάρη παραβγαίνω. Κι η φουντωτή μου η ουρά στολίδι και χαρά μου αυτή και πόδια και καρδιά και χρυσωπά φτερά μου. Η μοναχή σκοτούρα μου ο σπάγγος που με δένει σαν αφαλός μου με τη γη και διόλου δε σωπαίνει μόνο συνέχεια μουρμουρά στ’ αυτί μου: «δίχως ‘μενα όλα όσα πριν αράδιασες θα ‘ταν για σένα ξένα». ΘΕΟΣ ΜΑΚΕΛΛΕΥΤΗΣ Ένας θεός μακελλευτής χρειάζεται ‘δώ πέρα που να κρατεί στο χέρι του μεγάλη μια μαχαίρα΄ να πελεκάει ζερβόδεξα το θεϊκό του χέρι κι όλα του κόσμου τ’ άσχημα να κόψει σάπια μέρη. Και γύρω γύρω κόβοντας την πλάση του, ν’ αφήσει μονάχα τον πυρήνα της κι αυτός να ξανανθίσει` και τέτια ναν’ η ευλογιά που στ’ άνθισμα θα δώσει που ένα κλαδί μόνο να βγει κι άλλο να μη φυτρώσει. Του Πόθου να ‘ναι το κλαδί τα φύλλα της Αγάπης κι ηδονικούς γλυκούς καρπούς να χαίρετ’ ο διαβάτης. Και όλα να ‘ναι ηδονικά κι Έρωτας όλα να ‘ναι καθώς οι κύκλοι της ζωής αιώνια θα κυλάνε. Ένας θεός που σ΄ όλα του να μοιάζει του Θανάτου- ένας θεός μακελλευτής χρειάζεται ‘δώ κάτου. ΜΕΙΝΕ Της γης το κουφάρι πατώ και μέσα του χώνω σαν ξίφος το πόδι μου σημαία ξεδιπλώνω στητός χαιρετώ καλό ξεπροβόδι μου. Καλό μου ξημέρωμα στο βράδυ του δρόμου που μόνος τραβώ? λευκό έχω φτέρωμα κι αστέρια οδηγό μου στο φως για να βγω. Και μεσοστρατίς (ποια χείλια την είπανε) στριγγιά ακούω: «μείνε! Γυρεύεις να βρεις το φως που δεν ήτανε- το φως που δεν είναι.» ΤΟ ΜΑΡΑΖΙ Καράβι μαύρο αρμένιζε με μαύρα τα πανιά του, Μαύρα φορούν οι ναύτες του κι ειν’ η καρδιά τους μαύρη. Την κόρη πα’ να θάψουνε του έρμου καπετάνιου που πέθανε απ’ τον έρωτα κι απ’ το πικρό μαράζι. Μαζί τους την επαίρνανε την πήγαιναν μαζί τους μαζί τη σεργιανίζανε σ’ Ανατολή και Δύση. Και σ’ εν’ απ’ τα ταξίδια τους κει κάτου στη Βομβάη ένα ωραίο παιδόπουλο την κόρη ξεπλανεύει. Για μια βραδιά τη γνώρισε- για μια βραδιά τη ‘χάρη και το πρωί σηκώνεται και κάνει για να φύγει. «Πού πας παλληκαράκι μου και πού μ’ αφήνεις μόνη; Με μάγεψες-με πλάνεψες και τώρα πας και φεύγεις;» «Άλλο καράβι έρχεται απόψε στο λιμάνι και μέσα έχει όμορφες ωσάν τον ήλιο κόρες.» «Ήλιος αυτές-φεγγάρι εγώ` βροχή κι εγώ δροσούλα` κι άμα με κάνεις ταίρι σου καράβι θα σου δώσω.» «Εγώ γαμπρός δε γίνομαι` σε γάμο δε στεριώνω` κι έχει καράβια ο κύρης μου σαράντα μετρημένα.» Βαρκούλα παίρνει ολόχρυση παίρνει κουπιά ασημένια στη θάλασσα ξανοίγεται και πέφτει στα νερά της. ΝΑ ΦΑΝΤΑΣΘΘΩ Με έντασιν πολλήν κάποτε προσεπάθουν τη μοναξιάν να φαντασθώ και να την τραγουδήσω- τι ποιητής θα ήμουν αν δεν έγραφα και κάτι περί μοναξιάς.. Τώρα στη μοναξιάν τελείως βουτηγμένος δεν την τραγουδώ. Αυτή για μένα ωραία τώρα γράφει αυτή ωραία με τραγουδά και με χορεύει. Κι ούτε κοπιάζει να με φαντασθεί` εντάσεις και προσπάθειαι δεν της χρειάζονται- καταδικόν της μ’ έχει. Θ’ ΑΝΑΣΤΗΣΩ Στρατιώτες λογχοφόρους θέλω εγώ- δε θέλω Σίμωνες στην άγρια μάχη’ κι ούτε με ψεύτικες ελπίδες ζω- ξέρω-ανάσταση για μένα δεν υπάρχει. Όχι πως Σίμωνες δεν έψαξα να βρω ή δεν επάσκισα τις λόγχες ν’ αποφύγω` μονάχος όμως σέρνω ακόμα το σταυρό κι οι λογχισμοί πληθαίνουν λίγο λίγο. Ποιος ξέρει..ίσως μέσα μου να κλείνω τη δύναμη που θα ‘ρθει να με σώσει- που θα με κάνει τις πληγές να υπομείνω και ίσως ίσως το σταυρό μου να σηκώσει. Όχι! Δε θέλω Σίμωνες εγώ! Μονάχος το σταυρό μου θε’ να στήσω μονάχος μου διπλά θα σταυρωθώ κι ένα Χριστό δικό μου θ’ αναστήσω. ΤΟ ΛΕΙΟ Κάθε Σαββάτο το πρωί μες στο λεωφορείο σπερνά και γριές μαυρόντυτες βλέπει παντού η ματιά και λυπημένοι ψίθυροι μου σκίζουνε τ’ αυτιά καθώς σιγά πηγαίνουμε προς το νεκροταφείο. Όταν κατέβουμε, οι γριές, που τρέμουν μες στο κρύο μπροστά στους τάφους στέκονται, και με βαριά καρδιά (ενώ τον ήλιο σύννεφα σκεπάζουν μολυβιά) προσεκτικά ευπρεπίζουνε το μάρμαρο το λείο. Ύστερα τ’ άνθη τα παλιά με τα καινούργια αλλάζουν και με λογάκια τρυφερά στη λύπη βουτηγμένα σαν οι νεκροί να ζούσανε μαζί τους κουβεντιάζουν. Κι εκείνοι, αργά τα κρύα τους που δάκρυ στάζουν κι αίμα στον όρθρο μισανοίγοντας μάτια τα σαπισμένα μ’ ένα πικρό τις άχρωμες γριές κυττάζουν βλέμμα. ΜΠΟΡΕΙ Μπορεί να ‘ρθουν καθώς κοιμάμαι ονειρικοί εφιάλτες με άμφια τρόμου ντυμένοι, κι έτσι ανίδεος όπως θα ‘μαι πεσμένος πάνω στο ανάκλιντρό μου, να με τρομάξουν-να ξεφωνίσω φωνές της φρίκης -και να ξυπνήσω. Πάλι μπορεί ανθρώπινοι ήχοι αρπαχτικά τριγύρω να στείλουν όρνια να με τρυπήσει το κρύο τους το νύχι να με σκεπάσουν βροχές και χιόνια και να τρομάξω-να ξεφωνίσω φωνές της φρίκης -και να ξυπνήσω. Φέρτε θεοί τον ύπνο εκείνο που τελειωμό δεν έχει-όπου λειμώνες φρικώδεις δεν υπάρχουν, και να μείνω κάνετ’ εκεί στων αιώνων τους αιώνες- να μην τρομάξω και ξεφωνίσω φωνές της φρίκης-να μην ξυπνήσω. Ο ΧΡΟΝΟΣ Ο χρόνος σιωπηλός μέσα μας ρέει σαν πνεύμα διαπερνώντας μας καλό σβύνοντας τα παλιά βαριά μας χρέη μ’ ένα του φύσημα σαν χάδι απαλό. Εμείς παιζογελούμε σαν παιδάκια και για τα μέλλοντα φροντίζουμε πολύ` σε σκοτεινά πλανιόμαστε σοκάκια και παραδέρνουμε γυρεύοντας φιλί. Κι χρόνος σιωπηλός μέσα μας ρέει σαν πνεύμα διαπερνώντας μας καλό σβύνοντας τα παλιά βαριά μας χρέη μ’ ένα του φύσημα σαν χάδι απαλό. ΤΑ ΦΙΝΑ Πάνω στο ξύλινο τραπέζι μία παρέα χαρτοπαίζει` μικρά πολύχρωμα πουλάκια τ’ αθώα της τράπουλας χαρτάκια. Παίζουν οι παίχτες ζαλισμένοι κι ούτε στο νου τους που πηγαίνει πως τα χαρτιά παίζουν και κείνα τα παιχνιδάκια τους τα φίνα. Με χέρια τρέμοντα οι καϋμένοι παίρνουν το επόμενο χαρτί την ντάμα ψάχουν αλλ’ αυτή πισ’ απ’ το δύο είναι κρυμμένη. ΠΛΑΝΗ Πολλές φορές γυρίζοντας απ’ τον περίπατό μου κι ο νους ενώ σ’ απόκρυφους έρωτες μ’ οδηγάει κι απ’ αγκαλιά σε αγκαλιά και σε φιλί με πάει μία μικρούλα συναντώ εις τα μισά του δρόμου. Μ’ αντιπερνά νωχελικά με λικνιστό ένα βήμα και μου λιγώνει την καρδιά καθώς γεμάτη νάζι τα μάτια μισοκλείνοντας στα μάτια με κυττάζει και κάποιας σπάνιας ευωδιάς μου στέλνει ένα κύμα. Από τον πόθο φλέγεται όπως εγώ κι εκείνη (μιλά το πράγμα μόνο του) να πάρει τα φιλιά μου στην, ως την πλάθει, τρυφερή να γείρει αγκαλιά μου και κει κλεισμένη ερωτικά για πάντοτε να μείνει. Αυτό μαντεύοντας κι εγώ, έχω καιρόν αρχίσει τα πονηρά μισόλογα, τις μικροϋποκλίσεις τις σιγοκαλησπέρες μου` αλλ’ οι αντααποκρίσεις από την άλλη τη μεριά σαν να ‘χουνε αργήσει. Σε κάποιο φίλο τα ‘λεγα χτες στο λεωφορείο και -σύμπτωση- την ήξερε «αυτή την κακομοίρα»: γέροι και άρρωστοι γονείς, δύο παιδιά και χήρα` και για να ζήσει εργάζεται σ’ ένα βυρσοδεψείο. Τα μάτια τα μισόκλεινε λοιπόν γιατί νυστάζει. Νωχελικά δε βάδιζε, μα βαριοκουρασμένα` Κι η μυρωδιά που εξωτική μου φαίνονταν εμένα από κανένα θα ‘ναι υγρό στα δέρματα που βάζει. ΟΙ ΑΝΘΟΠΩΛΕΣ Οι ανθοπώλες της οδού βασίλισσας Σοφίας δεν είναι παρ’ αναίσχυντοι κι απαίσιοι μαστροποί: λουλούδια κόβουν και μετά μετά πολλής μανίας τα διατιμούν και τα πουλούν χωρίς καμιά ντροπή. Βάζουνε στα λουλούδια μας ταμπέλες και τιμές και διαλαλούν τις χάρες τους σαν να ‘τανε γυναίκες από εκείνες τις φτηνές γυναίκες τις κοινές που όλοι τις λεν Βερόνικες και Ρούλες και Αλέκες. Φριχτή μια φτιάχνοντας σειρά που μοιάζει νεκρική στις πόρτες στέκουν των φτηνών μικρών τους ισογείων και θησαυρούς σωριάζουνε με μιαν ευγενική μάσκα άτεχνα σκεπάζοντας πρόσωπα ηλιθίων. Κι όπως οι κράχτες στα φτηνά λιγόφωτα μπουρδέλλα με πονηρά καλέσματα μολύνουν τη σιωπή και στους φτωχούς περαστικούς σαν διψασμένη βδέλλα κολλάν οι λουλουδάτοι μας απαίσιοι μαστροποί. ΔΙΑΦΥΓΗ Μ’ ευθύνη και με φόβο φορτωμένοι μες στης ζωής βαδίζουμε το δρόμο` τετράγωνο-κοφτό το μαύρο γένι και η ψυχή μας γεμάτη τρόμο. Η γη στο γύρισμά της μας ζαλίζει. Ωχροί πολύ ξερνάμε καθε τόσο κι ύστερα πιάνουμε το μετερίζι και κάνουμε και πάλι τον καμπόσο. Για όλα έχουμε τρόπο` και μονάχα για τη φρικτήν όταν ακούμε ώρα πως δεν προσέχουμε κάνουμε τάχα, ή γράφουμε ποιήματα-όπως τώρα. ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ Αγάπη, μυστηριώδικο πουλί ενός χαμένου ή άβρετου παράδεισου- αγάπη τα παιδιά σου ο πόνος κι η χαρά πώς παίζουνε μαζί μου κάθε μέρα.. Ας ήτανε καλή μου να μπορώ τις χάρες σου να γεύωμαι μονάχα` οι πόνοι σου αβάσταχτοι μου μοιάζουν και με λυώνουνε κάθε φορά. Κυρά-Θεά-Βασίλισσα-Μοίρα Καλή τις πιο γλυκές στιγμές σου όταν μου δίνεις και τότε ακόμα-δεν μπορώ αλλιώς- θεριό σε λέω Αγάπη και Φωτιά. ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ -Παιδικά ωραία χρόνια! Τι αξέχαστες χαρές! Τι αγνοί αλήθεια πόθοι! Τι ελπίδες καθαρές! Τι τρελλά που με μεθούσε κάθε ρόδου ευωδιά και πώς χτύπαγε να σπάσει στη χαρά της η καρδιά.. Μα περάσανε τα χρόνια. Παν οι όμορφοι καιροί. Εβρωμίσαν οι ελπίδες κι ειν’ οι πόθοι νοσηροί. Όσα ρόδα κι αν μυρίσω τώρα πια δεν ωφελεί της τρελλής εκείνης μέθης δε θα νιώσω το φιλί. Κι απ’ τα χρόνια που ‘χουν φύγει και ποτέ δε θα ‘ρθουν πια έχει μόνη απομείνει μία θύμηση γλυκειά. Μία θύμηση πλεγμένη με χιλιάδες μυστικά- χρόνια όμορφα, ωραία, χρόνια πλάνα, παιδικά.. ΤΟ ΦΥΤΟ Ένα μικρούτσικο φυτό κορόϊδευε τη γλάστρα που το ‘θρεφε` της έλεγε πως τάχα θα μπορούσε δίχως εκείνη, τη μικρή, μεγάλο αυτό, να ζήσει. Η γλάστρα δεν εθύμωνε. Κυρία μυαλωμένη χαμογελούσε μοναχά και του ‘λεγε θλιμμένη: «κουτό φυτό, αν σπάσω εγώ κι εσύ θα ξεψυχήσεις». Μα το φυτό δεν πίστευε τις τέτιες εξηγήσεις. Κι έτσι περνούσεν ο καιρός ως που ‘ρθε κάποια μέρα κι έσπασε η γλάστρα η μικρή` το χώμα της εχύθη και το μοκρούτσικο φυτό επρόλαβε μονάχα να θυμηθεί προτού χαθεί τη γλάστρα να του λέει: «κουτό φυτό, αν σπάσω εγώ κι εσύ θα ξεψυχήσεις». Κι αλήθεια τούτη τη φορά δεν είχε αντιρρήσεις. ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ Η ΒΡΟΧΗ Μ’ αρέσει του Φθινόπωρου η βροχή τα γκρίζα της φτερά καθώς απλώνει` μ’ αρέσει του Φθινόπωρου η βροχή κι ας διώχνει απ’ τη φωλιά το χελιδόνι. Μ’ αρέσει του Φθινόπωρου η βροχή των δέντρων τα κλαδιά κι ας τα γυμνώνει` Μ’ αρέσει του Φθινόπωρου η βροχή- ποτίζει την αγάπη μας και κείνη μεγαλώνει. ΜΕΛΙ Περνάν οι τουρκογύφτισσες να παν στο πανηγύρι. Οι φούστες ανεμίζουνε’ οι μπούστοι αφροφουσκώνουν` ανάλαφρο περπάτημα τα ποδαράκια απλώνουν και μια δροσιά ξεχύνεται στο καυτερό λιοπύρι. Περνάν οι τουρκογύφτισσες κι όπου το μάτι γείρει βλέπει χεράκια μελαψά σαν πλόκαμοι ν’ απλώνουν και κόρφους ασημόχρυσους που πόθους ξεσηκώνουν- πόθους που μοιάζανε νεκροί και που φαντάζαν στείροι. Πετράδια ψεύτικα τ’ αυτιά και το λαιμό στολίζουν κι έρωτες στα μαλλάκια τους τα μαύρα παιχνιδίζουν κι όταν το λάστιχο κορμί ξεδιάντροπα λυγάνε μοιάζουν θεές της ηδονής και της χαράς αγγέλοι που αν τα δροσάτα χείλια τους δαγκώσεις στάζουν μέλι και ζαχαρένιες σαϊτιές τα μάτια τους πετάνε. ΝΑ ‘ΜΟΥΝΑ Θα ‘θελα ένας να ‘μουνα απ’ αυτούς τους μικρεμπόρους που στις γιορτές πηγαίνουνε-που παν στα πανηγύρια και τις σκηνές τους στήνουνε στους ακαλύπτους χώρους. Που έξη στο δεκάρικο πουλάνε τα ποτήρια που λουλουδιών παράξενων πουλάνε κάτι σπόρους και μύρια όσα κρύβουνε τα ράφια τους μυστήρια. Που λαμπερές κι αστράφτουσες λάμπες ασετυλίνης κάνουν να φέγγουν πιο πολύ τα χαρωπά τους μάτια που τ’ αη-Γιανιού και τ’ αη-Λια και της αγια-Ειρήνης την τιποτένια διαλαλούν φτηνή τους την πραμάτεια ενώ με χέρια τα φτερά μιας τέτοιας πλάνας δίνης χτίζουνε μες στη μνήμη μας μαγευτικά παλάτια. Και θα ‘θελα σα λείψουνε και οι στερνοί διαβάτες και μετρηθεί και η στερνή δραχμούλα στο κανάτι δίπλα εκεί, πίσω απ’ τις δυο τις κρεμαστές φλοκάτες με τη βοηθό μου τη μικρή και μαυροτσινοράτη- που τόσους μαγνητίσανε τα μάτια της πελάτες- γλυκό να στήσουμε χορό απάνου στο κρεβάτι. ΔΙΑ ΤΗΝ ΑΘΩΟΤΗΤΑ ΤΗΣ Εβαδίζαμε σιωπηλοί. Ξάφνω ήρχισε να ομιλεί. Ηρέμως εις την αρχήν θερμώς κατόπιν` προς το τέλος είχεν ερεθισθεί τόσον ώστε εκραύγαζε και εχειρονόμει διστάζουσα πολλάκις τας καταλλήλους λέξεις αναζητούσα. Τέλος εκόπασε-σχεδόν και ο δρόμος μας είχε τελειώσει. Πολύ πειστικά είχεν ομιλήσει και δίχως άλλο θα με είχε πείσει δια την αθωότητά της αν εις τα μάτια όταν την είδα δεν διέκρινα μίαν μικράν σκιάν συμπεπυκνωμένην και πολλαπλώς πιεσμένην υπό το βάρος τόσων επιχειρημάτων. ΧΙΛΙΟΚΟΥΡΣΕΥΤΑ Α! Ζωή ξεγελάστρα! Πώς τους νιους ξεγελάς μη σ’ αφήσουν αν κακιά και σκληρή σε νομίσουν! Ουρανούς τάζεις κι άστρα και ιδέες τους δίνεις για να βρουν κάποιο λόγο να ζήσουν το σκοτάδι σου φως να γεμίσουν μαύρη νύχτα μη μείνεις. Α! Ζωή ξεγελάστρα! Ειν’ αργά όταν πια εννοήσουν κι όλοι μοιάζουν τα μάτια πριν κλείσουν χιλιοκούρσευτα κάστρα. ΤΙ ΜΑΣ ΛΕΣ Κι αν περνώντας απ’ το πλάϊ καλημέρα δε μας λες τι μας λες τι μας λες κι αν ξεχνάς κάτι κουβέντες που ελέγαμε τρελλές τι μας λες τι μας λες κι αν εσύ γελάς σαν κλαίω κι αν γελάω εγώ σαν κλαις τι μας λες τι μας λες αν εσύ με διώχνεις μία με γυρεύουνε πολλές τι μας λες τι μας λες. ΨΥΧΡΗ Του χρόνου σκέφτομαι τέτιον καιρό πού θα ‘μαι… σε ποιας μικρής την αγκαλιά θα κοιμάμαι… Θα είναι όμορφη; θα ‘ναι θερμή; Κοκέττα; και θα ξέρει το άρωμα να βάζει που της πάει; Μεγάλα λόγια όμως δε λέω. Προβλέψεις δε θα κάνω πια. Ό, τι μου τύχει` γιατί τα ίδια έλεγα και πέρσι κι ενώ εδιάλεγα ένα χρόνο μου έτυχε για φέτος η Μαρία: κι άσχημη και στον έρωτα ψυχρή. Ό, τι μου τύχει. Η ΒΑΛΑΝΙΔΙΑ Στην αυλή του φτωχικού μας όπου παίζαμε παιδιά έχει μόνη απομείνει μια γριά βαλανιδιά. Και θυμάται λυπημένη τη ζωή της την παλιά στη δροσιά της τα παιδάκια στα κλωνιά της τα πουλιά. Στις ζημιές μας καταφύγιο του σπιτιού μας φυλαχτό και τα φύλαγε και κείνη όταν παίζαμε κρυφτό. Χτες επήγα και την είδα’ όταν μ’ είδε τι χαρά! Και πώς γέμισαν με δάκρυα τα κλωνιά της τα ξερά! Κι όταν κίνησα να φύγω με θλιμμένη την καρδιά κι ως για τελευταία τώρα την εκύτταξα φορά είδα πάνω της ν’ ανθίζει ένα πράσινο κλαδί: είχε γίνει πάλι νέα κι εγώ ήμουνα παιδί. ΣΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ Τα κίτρινα τα πρόσωπα αυτού του κάδρου όπου φιλούν τα πόδια του Ισαύρου λες κι έχουν μέσα τους κάποιαν αρρώστια- χτικιό σαν να τους τρώει τα εντόσθια. Η επιφάνεια του τζαμιού η λεία η σιγανή που πάνω του σπάζει ομιλία τα πρόσωπά μας καθρεφτίζει τα ωραία καθώς οι δυο κυττάζουμε παρέα. Ολύμπια ηρεμία στο Μουσείο. Στου φύλακα το μέτωπο το θείο μονάχα μία μύγα περπατάει τριγύρω όταν βαριέται να πετάει. ΜΟΝΑ Στις τρεις Αυγούστου πέθανες Άγγελε Τερζάκη. Στις τρεις Αυγούστου έσβυσε το μεγάλο τζάκι που γύρω του μας μάζευε τις νύχτες του χειμώνα σαν τα παιδιά που, αδύναμα, φοβούνται να ‘ναι μόνα. Μες στο βιβλίο των Καιρών καινούργια μια σελίδα θ’ ανοίξει` και ολόλαμπρη επάνω της μι αχτίδα- της μούσας σου συντρόφισσα κι αδέρφι του Πηγάσου- στοχαστική διαβαίνοντας θα γράψει τ’ όνομά σου ΠΕΡΙΠΟΥ ΣΤΙΣ ΕΞΗ Περίφροντις ασθμαίνεις αμυνομένη. Ανάκλασις κατόπτρων ερυθρών αι ζέουσαι εναντιώσεις σου. κάθε πρωί η ημέρα σε ένα εμβρόντητο πανέρι σε αποθέτει και σε περιφέρει ανέκφραστον και ηδείαν. Θάμβος και ίλιγγος σε διαπερνούν δι ολίγον όταν με τα γυμνά ξίφη μας διασταυρούσαι. τα όρη ανατείνονται τανύοντα τα υπόγεια πόδια των και σε φιλούν διερχομένην.Εσύ τότε γελάς. Αναλλοίωτη και τερπνή υπάρχεις. Τα άνθη του φωτός ακαταπαύστως δακρύοντα σε ραίνουν εξ ου η δρόσος της φωνής σου εξ ου τα μικρά ρυάκια ελέους που από τ’ ακροδάχτυλα των κάτω άκρων σου αναβλύζοντα ξεδιψούν την απελπισία μας. Ανάρμοστη κίνησις δεν υπάρχει στο πλησίασμά σου. Αρμονικά όλα τα ιστία σου δένουν. Η θάλασσα τη γαλήνη σου εκφράζει κοπάζουσα. Δεν είσαι μόνο μία σχεδία στο πέλαγος, μα και το στήριγμά της. Όταν στην απρόσμενη κάθοδο των πάμφωτων άστρων τα ουράνια πλατύνονται ανοιγόμενα, το άνοιγμα των χεριών σου μιμούνται όταν το μέγεθος του αλιεύματός σου ελαστική περιγράφεις (πάραυτα τα αλιεύματα μεγεθύνονται υπερβάλλοντα την κατάδειξιν)` και αυτό το γνωρίζεις, αλλά προσποιείσαι εσωστρεφή απορίαν. Η συντροφιά διαλύεται περίπου στις έξη, Στις εφτά όλοι σχεδόν έχουν κοιμηθεί. Ιδίως όσοι αύριο έχουν δουλειά. Αγρυπνώσα τους παραστέκεις. ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΞΕΝΟ ή Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΞΕΝΗΤΕΜΕΝΟΥ Το σπίτι παγωμένο.. το δώμα αδειανό.. Δέστε..δεν είμαι ξένο.. δεν είμαι μακρινό.. Κι αν έπρεπε να φύγω σε τόπου αλλουνού τα νύχια, έστω για λίγο, εσάς είχα στο νου. Εσάς είχα στη σκέψη στο χτύπο της καρδιάς σας στου φιλιού τη γέψη στο ξένο φως εσάς. Για σας για να μιλούνε τα χέίλη ειν’ ζωντανά για σας θα ορκιστούνε ποτέ-ποτέ ξανά. Εσάς υνμνολογούσε το αίμα της καρδιάς όταν βαρύ κυλούσε σ’ αυλάκι ξενητειάς. Κι αν ειχα αφήσει αχνάρια βαθιά σε κάθε οδό ήτανε τα σημάδια για να ‘ρθω πάλι εδώ. Εσάς είχα συντρόφους στην ξένη πικρογή εσάς στους έρμους τόπους παρηγοριάς πηγή. Γι αυτό σας λέω-μη θέτε να βρέξει ο ουρανός αίμα οργισμένο-δέτε: μπροστά σας στέκω αγνός. Μη σπίτι παγωμένο.. μη δώμα αδειανό στέκεις` δεν είμαι ξένο.. δεν είμαι μακρινό.. ΜΑΖΙ ΤΟΥΣ Μαζί με το σώμα ο θάνατος παρασύρει όλες τις λέξεις τις επιούσιες και επικλινείς και όλες τις λέξεις τις μη επιούσιες και μη επικλινείς. Ύστερα, ούτε ο αέρας που πριν αυτές γέμιζαν δε μένει ούτε η ηχηρή προφορά ούτε η αίσθηση του νοήματός τους. Μαζί τους παίρνουν όλες τις πηγές τους και βυθίζονται αφήνοντας λευκή την επιφάνεια για καινούργιες ψευδαισθήσεις. ΣΑΣ ΞΕΡΩ Για σας ξέρω πριν έρθετε γι αυτό και σας καλωσορίζω πριν σας δω. Ξέρω για σας πριν τα καλέσματα μου στείλουν οι ανάπηροι αντάρτες- πριν των νεκρών συντρόφων ο χαμός ηχήσει άπνους πάνω απ’ τη στάχτη των ιδανικών μας. Για σας που πολεμήσατε τον ίδιο εχθρό πριν από μένα ξέρω πολλά- ήμουν το βάρος στο σφυρί κι η κόψη στο δρεπάνι. ΜΑΥΡΟ-ΑΣΠΡΟ Οι μαύροι ωκεανοί δε με φοβίζουν` πιοτό φαρμακερό αλλά τους πίνω. Μα η άσπρη όταν έρχεται σταγόνα το φως της το πολύ πώς ν’ απαλύνω; Άχου-τη λύπη την κρατώ μες στο φαρδύ μου ράσο μα τη χαρά μου-τη χαρά! με ποιον να τη μοιράσω; ΖΕΝΤΑ Τραμπ! Τραμπ! Τραμπ! Τραμπ! Τραμπ! Τραμπ! ‘ο τύμπανο ηχεί μες στη νύχτα. Τραμπ! Τραμπ! Τραμπ! ‘ο τύμπανο ηχεί μες στη ζούγκλα. Τραμπ! Τραμπ! Τραμπ! ‘ο τύμπανο ηχεί λυπημένα. Τραμπ! Τραμπ! Τραμπ! Η Ζέντα ξεψύχησε τ’ απόβραδο. Τραμπ! Τραμπ! τραμπ! Η Ζέντα ξεψύχησε με ρόδα στα χείλη; Τραμπ! Τραμπ! Τραμπ! Η Ζέντα ξεψύχησε καλώντας εσένα. Τραμπ! Τραμπ! Τραμπ! Τραμπ! Τραμπ! Τραμπ! ΤΑ ΔΡΥΙΝΑ Απίθωσαν το δρύινο κάδο πάνω στο παλιό δρύινο βαρέλι το γλυκό κρασί γεμάτο και κοιμήθηκαν. Το πρωί στο μέρος όπου ήταν αφημένα είχε φυτρώσει μια μικρή περήφανη και πεταχτούλα- μια μικρή βαλανιδιά γαλανομάτα. ΟΙ ΣΟΒΑΡΟΙ Τα βλοσυρά τα πρόσωπα, τα συνοφρυωμένα μη σας γελάνε φίλοι μου-δεν είναι αληθινά` Τα βλοσυρά τα πρόσωπα-μάθετε από μένα γιρλάντες κρύβουν μέσα τους απ’ άνθη εαρινά. Κατ’ απ’ την άγριαν όψη τους χίλια τρελλά παιχνίδια ριζώνουνε αφύτρωτα κι ανάνθιστα σπαργούν` μύρια κρυφά αφανέρωτα στριμώχνονται στολίδια που αζήτητα κι αχάριστα σκουριάζουνε και σπουν. Μες στ’ αυστηρά κι αγέλαστα, σφιχτοκλεισμένα χείλη αειπάρθενες, ατρύγητες μαραίνονται ηδονές κι ας μην ακούτε σεις ποτέ απ’ αυτά καλοί μου φίλοι τις που πλαντάαζουν μέσα τους χαρούμενες φωνές. Κι όσα δεν τρέχουν δάκρυα από τα σκληρά τα μάτια στις μυστικές του έρωτα κυλούνε τις βραγιές και της αγάπης τα στενά νοτίζουν μονοπάτια που σκοτεινά φαντάσματα γεμίζουν τις βραδιές.. Τα χρόνια φεύγουν άφωτα κι οι άφωτοι κερδίζουν τον τίτλο που ανείπωτα μισούνε: «σοβαροί»` μα την ψυχή ματώνουνε και την καρδιά ξεσχίζουν όλα εκείνα που αυτοί δεν έχουνε χαρεί. ΕΝ’ ΑΨΥΧΟ ΚΟΥΦΑΡΙ -Ποιος εισ’ εσύ που’ ρθες εδώ στο σπίτι μου απόξω και περκαλείς γονατιστός την πόρτα να σ’ ανοίξω; -Είμαι αυτός που ως τα χτες αγάπη σου ζητούσα κι εσύ δεν καταδέχοσουν ούτε να με κυττάξεις. -Εσύ ‘χες μάτια σκοτεινά πώς λάμπουν έτσι τώρα; εσύ ‘χες άσχημη θωριά και τώρα είσαι ωραίος. Πρώτα τα χείλια σου ήτανε στεγνά και μαραμένα κι ως χτες που σ’ ήξερα ήσουνα γέρος κοκκινοτρίχης. -Χτες βράδυ στην απόκρυφη την αγορά επήγα και την ψυχή μου έδωσα για ομορφιά και νιάτα. Τρεις μέρες θα ‘μαι όμορφος τρεις μέρες θα ‘μαι νέος- τρεις μέρες-και την τέταρτη άσχημος πάλι-γέρος. -Βάγια Βαγιώ Βαγιούλα μου κλείσε τα παραθύρια την πόρτα διπλασφάλισε κι άμα ρωτούν για μένα να λες πως είμαι άρρωστη με πυρετό μεγάλο κι ότι τρεις μέρες μοναχή πρέπει να μείνω τάχα. Τρεις μέρες-και την τέταρτη έλα να με βοηθήσεις να διώξουμ’ ένα γέρικο εν’ άψυχο κουφάρι. ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ Τα όνειρα που ‘χω στη ζωή καμωμένα περίλυπα στέκουνε γύρω από μένα και κλαιν τα ματάκια τους, και θλιβει η μορφή τους και άκαρποι πέφτουν και παν οι καρποί τους. «Γιατί» , με ρωτάνε, «γιατί να μας πλάσεις; Τα ράκη εμείς κι οι ζητιάνοι της πλάσης. Αστέγαστα, ατέλεστα, κούφια γυρνάμε κι η νύχτα μας έφτασε και πια πού θα πάμε;» Κι εγώ πονεμένα κι έτσι έρμα ως τα βλέπω με όση μ’ απόμεινε θέρμη τα σκέπω και δίχως μιλιά-τι να πω..τι να πούμε.. μαζί προχωράμε..μαζί περπατούμε.. ΑΝΥΠΟΠΤΗ Το απόγευμα πέφτει κάπως βαρύ στους λεπτούς ώμους σου και το σχήμα τους παίρνει. Οι κλείδες δύο σκιερές αιχμές της επερχομένης εσπέρας (οι αστυνόμοι περιπολούν άτεγκτοι και αδηφάγοι εδώ). Γιορτινά σε κρατώ από το σφύζον χέρι σου. Η βασιλική φλέβα σου πορφύραν αιδούς περιβαλλομένη πάλλει φαιδρά στο αδρό κράτημά μου. Ενύπνια τρόμου εποφθαλμιούν τους κοιμωμένους. Διάσπαρτοι ευτυχείς βόμβοι μελισσών γεμίζουν τη θλίψη της ώρας με αδιάπτωτο παράπονο. Το μονοπάτι με τις πέτρες, τις επιγραφές, τις πεταλούδες και με τα πουλιά κατιόντα πάνω στα στίλβοντα βατόμουρα δικαιώνει την ύπαρξή μας και επιτείνει την απόφαση βαδίσματος. Σαν τόξο πάνω μου γέρνεις. Βέλη ευφρόσυνα εκτοξεύεις κάθε τόσο που τις αυστηρές μορφές απαλύνουν. Σε κάθε λουλούδι που βλέπεις πηγαίνεις κι έρχεσαι. Γερτός σε δέχομαι και σε προπέμπω. Οι ασθενείς άνεμοι του μετεωρολογικού δελτίου δε θα ταράξουν το κάλλος του απογεύματος που με σένα απούσα μέσα του περιδιαβαίνω. ΣΥΧΩΡΕΣΤΕ ΜΕ Αν κάποια μνήμη πέρα από το σκότος και το φως μ’ εξουσιάζει` αν κάποια ρίζα υπάρχει ακλόνητη που μ’ έχει μεγαλώσει φύλλο ολότρεμο του κάθε αγέρα` αν κάτι ανυπόκριτο με ξαναχτίζει μακριά του’ αν κάτι πέρα από το Εκεί κι από το Τότε θάλλει κάπου ανύποπτον ορίζοντάς με αν κάτι που μου ανήκει, οριστικά κλείνει τον κύκλο του` αν κάτι σίγουρα μου ‘χει δοθεί αθάνατο, μοναδικό, αγνό, απ’ αυτό απ’ αυτό, απ’ αυτό ζητώ να μου δώσει τη δύναμη να μιλήσω και να πω: «συχωρέστε με- συχωρέστε με όντα αυτού του κόσμου που υπήρξα κι εγώ ανάμεσά σας». Κι απ’ αυτό απ’ αυτό απ’ αυτό- το πιο βαθύ απ` το κορμί μου` το πιο κρυφό απ` την ψυχή μου` το πιο μεγάλο μου από το νου` απ’ αυτό ζητώ, όντα αυτού του κόσμου να σας δώσει τη δύναμη να με νιώστε όταν λέω: Συχωρέστε με- συχωρέστε με όντα αυτού του κόσμου που υπήρξα κι εγώ ανάμεσά σας». «ΣΩΠΑ» Τη νύχτα προς τις δυόμισυ με τρεις σαν μεθυσμένος μ’ αϋπνία μπεκρής στον ουρανό κυττάζω κι αντικρύζω το φεγγαράκι το ασημί και γκρίζο. Μόνο καθώς εμένα περπατεί στον ουρανό τον έρμο και πλατύ χλωμό σαν άρρωστο ένα παιδάκι και με πικρό-αγέλαστο χειλάκι. Και λέω: «τι να κάναμε κι οι δυο και μια ζωή περνάμε ρημαδιό..» και λέω: «ποιος τους δρόμους μας χαράζει και οδοιπόρους μέσα τους μας βάζει..» Και λέω: «όποιος κι αν είναι, όσο ζει χαρούμενη μια μέρα να μη δει- του πόνου η φωτιά να τονε καίει και όλο να θρηνεί, κι όλο να κλαίει.» Και πριν ο λόγος μου κιωθεί ο φριχτός «σώπα! » μου λέει του φεγγαριού το φως, «έτσι που εκεί θερμά παρακαλιέσαι τον εαυτό σου αδέρφι καταριέσαι». Η ΜΕΡΑ ΠΡΙΝ ΕΡΘΕΙ Η μέρα πριν έρθει ανοίγει μια χαραμάδα της στο φως. Σα δει πως ζω ξεκινάει. Γαντζωμένη απ’ τις αχτίδες του πρώτου ήλιου ξετυλίγεται φωτεινό χράμι πάνω σε θάλασσες και όρη (το σκότος από κάτω της ασφυκτιά). Με τις τσέπες της γεμάτες διλήμματα και λαθεμένες αποφάσεις υπομονετικά περιμένει ώσπου ο τελευτα
     

Αφήστε απάντηση στον/στην vasilis Ακύρωση απάντησης