RSS

Ο σιδεράς που δεν καιγόταν

20 Φεβ.

Ο σιδεράς που δεν καιγόταν (διήγημα)

Σε μια καλύβα κάπου μακριά, ένας βαρύγδουπος χτύπος  επαναληπτικός ηχούσε  κι αντηχούσε μακρόσυρτος στα γύρω βουνά. To αμόνι είχε ανάψει. Ένα σφυρί κι ένα κοπίδι δούλευαν ακατάπαυστα σ’ ένα άχαρο συγχρονισμό και ακούγονταν μέσα στην ηρεμία του δάσους σαν φάλτσες καμπάνες. Μια ταλαίπωρη παχιά λαμαρίνα έπαιρνε σχήμα.  Έπεφτε το σκοτάδι κι ο σιδεράς με το λιγοστό φως από ένα καντηλέρι και το τζάκι πάλευε μόνος του. Μέρες τώρα. Κι  είχε σκοπό να μείνει απόψε όλο το βράδυ εκεί ώσπου να τελειώσει.

Φορούσε ένα αμάνικο μακό φανελάκι που από τη βρωμιά και τα σκισίματα δεν ξεχώριζες το αρχικό χρώμα. Ήταν αξύριστος από μέρες και τα γένια  ξεφύτρωναν σαν χόρτα χοντρά και κοφτερά, μαύρα κι άσπρα κατά τόπους  κι έμοιαζαν όπως οι θάλασσες με τα ποτάμια, να θέλουν να ενωθούν με τις μακριές γκριζαρισμένες φαβορίτες. Το φθαρμένο τζιν παντελόνι κρεμόταν  άγαρμπο από  μια τιράντα καθώς η άλλη τον ενοχλούσε όταν σήκωνε τη βαριοπούλα και την είχε κόψει. Τα μπράτσα του από τη κάπνα και τη φωτιά είχαν πάρει ένα ζωηρό σκούρο χρώμα όπως και στο στέρνο του.

Θα ‘λεγε κανείς ότι προσπαθώντας να δώσει μορφή στο έργο του, έχανε  ολοένα τη δική του, την έβαζε πιο πίσω, σαν να την εκχωρούσε στο θεό της φωτιάς με αντάλλαγμα το καλύτερο αποτέλεσμα. Με την φωτιά είχε τόσο εξοικειωθεί που δεν μπορούσε πλέον να καεί από αυτήν. Το δέρμα του είχε αποκτήσει μια δεύτερη στρώση σαν ένα ξέχωρο πυρίμαχο δέρμα που του χάρισε η δουλειά, η μουτζούρα και η συνήθεια.

Κρυμμένος από τον κόσμο εκεί στο ξεμόνι του, άφηνε μέρα νύχτα τα παράθυρα ανοιχτά, σα να είναι το μόνο που του αρκούσε για να πάρει δροσιά το σώμα του και για να αποβάλλει λίγη κάψα από τη φλόγα του λιωμένου μπρούτζου. Στο τζάκι σε μια μεγάλη χύτρα κόχλαζε το μέταλλο και με μια βαθιά κουτάλα, ο σιδεράς έπαιρνε και τάιζε συνεχώς με λεπτομέρειες το έργο του, άφηνε να του φύγουν λίγες ανάσες μέχρι να κρυώσει ελαφρά ο χαλκός πάνω στο κυρίως σώμα κι ύστερα με το λεπτό κοπίδι  έκοβε και χάραζε. Με γυμνά δάχτυλα αργότερα τα λείαινε, ό,τι έπιανε το φρόντιζε ιδιαίτερα και με αγάπη.

Και μετά πρόσθετε. Κι έκοβε πάλι. Τα σαρκώδη χείλη, τα λεπτά φρύδια, τα αμυγδαλωτά μάτια,  το ανάγλυφο από τις βλεφαρίδες, η  γαλλική μύτη και τα αυτιά έπαιρναν λόγο, ρόλο και ζωή από τα χέρια του κι όσο περνούσε η ώρα η κούφια λαμαρίνα έπαιρνε ένα θηλυκό στρογγυλεμένο σχήμα, που φαινόταν έτοιμο να του μιλήσει.

Με τον λαιμό της ήταν σχολαστικός χρησιμοποιώντας και τα δυο του χέρια θέλοντας να τον κάνει όσο πιο αρμονικό γίνεται και να ταιριάξει αισθητικά με το λείο γώνιασμα στους ώμους. Τα στήθη πλούσια όσο χρειάζεται για είναι στητά και όμορφα ενώ οι ρόγες έμοιαζαν με φρούτα εποχής έτοιμα για δάγκωμα. Μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες είχε τελειώσει με όλο το σώμα κι απέμεναν απλές διαδρομές των δαχτύλων του πάνω στα μακριά πόδια και τα λεπτά χέρια για να τονίσει τις καμπύλες από τους μύες μέχρι και τα νύχια.

Τα μάτια του έγερναν κουρασμένα, αλλά είχε σταθεί να κοιτάζει έκθαμβος το δημιούργημά του, σκουπίζοντας τον ιδρώτα του προσώπου του πάνω στα μουσκεμένα ρούχα, ίσως και κάποιο βούρκωμα στα μάτια να σκούπισε, μια κρυφή συγκίνηση ανάμικτη με περηφάνια. Πήρε από κάτω ένα βαρύ τσουκάλι με νερό,  κατέβασε την τιράντα από το παντελόνι, έχυσε το μισό στο κεφάλι του, ενώ το υπόλοιπο το άδειασε στο τζάκι ώσπου να σβήσει η φωτιά.

Από το παράθυρο μπήκε ένα ψυχρό πρωινό αεράκι κι έδωσε άλλη ατμόσφαιρα και μια φρέσκια ανάσα. Στο ημίφως του κεριού η μπρούτζινη κοπέλα έμοιαζε να αργοκινεί τα βλέφαρα και πάνω στο ξύλινο τραπέζι όπως ήταν ξαπλωμένη, έμοιαζε να ανασηκώνει το δεξί πόδι και να κουνάει τα δάχτυλα του αριστερού χεριού. Ο σιδεράς έκπληκτος  αλλά πιο πολύ εκστασιασμένος την πλησίασε και γονάτισε δίπλα της με φόβο και δέος προσπαθώντας να παρατηρήσει κι άλλο τις κινήσεις της.

Το στήθος της φαινόταν από το πλάι να ανεβοκατεβαίνει κατά δυο-τρία εκατοστά, να τρεμοπαίζει σαν ζωντανό. Είδε κι ένα μικρό ποταμάκι σαν από ιδρώτα να κυλάει ανάμεσα και, κατηφορίζοντας, να αδειάζει  στον αφαλό που είχε περιποιηθεί ιδιαίτερα ο ίδιος, λίγο νωρίτερα. Τα πόδια της ανήσυχα, ανασηκώνονταν μια το ένα και μια το άλλο με μεγαλύτερη ταχύτητα τώρα, σα να αναζητούσαν απελευθέρωση, μια λύτρωση. Τα χέρια της, είτε κλείνανε σε γροθιές, τονίζοντας τους μύες στα μπράτσα, είτε έγδερναν με τα νύχια το τραπέζι, βγάζοντας από εκεί έναν σιγανό οξύ ήχο και από το στόμα μια ανάσα βαθιά.

Όταν ο σιδεράς ήρθε από πάνω της για να ερευνήσει πώς έβγαινε αυτή η ανάσα, τα χέρια της κινήθηκαν μηχανικά και τον τράβηξαν τόσο δυνατά και παθιασμένα που κόλλησε πάνω στο μπρούτζινο σώμα ενώ με τα πόδια της τον κλείδωσε. Δεν κατάλαβε πώς γλίστρησε μέσα της, έμεινε  μόνο να ακολουθεί το ρυθμό από το ανάσεμά της, φιλώντας  και δαγκώνοντας αδιάκοπα σαν σφυρί στο αμόνι τη μια το ζεστό της μπρούτζινο στόμα και την άλλη κατεβαίνοντας σαν χείμαρρος το λαιμό και το καυτό της στήθος. Έπιανε τα πόδια της γύρω του κι έκαιγαν. Όλα πάνω της ήταν τόσο καυτά, όσο δεν ήταν όταν την έπλαθε. Κι όσο περνούσε η ώρα, ο σιδεράς καιγόταν στην αγκαλιά  της, τα μάτια του πέταγαν φλόγες, το κορμί του ίδρωνε, έλιωνε κι έδενε με το υγρό μέταλλο, γινόταν ένα ο σιδεράς  μαζί της, σ’ ένα  ιδιότυπο κράμα σωμάτων. Κι όταν τέλειωσε μέσα στο πυρωμένο αταίριαστο ταίρι του, έμοιαζε κι εκείνη να τον ακολούθησε,  αδειάζοντας μια χάλκινη λάβα, σαν  χρυσαφένια θάλασσα κάτω από το πυρίμαχο δέρμα του και ακόμη πιο βαθιά, κατάσαρκα.

Τότε ο σιδεράς αισθάνθηκε στην ψυχή πώς είναι όταν καίγεσαι…

Βασίλης Πουλημενάκος

 
Σχολιάστε

Posted by στο 20 Φεβρουαρίου 2022 σε Best of, Άνθρωποι, Παραμύθια, Πεζά

 

Σχολιάστε